Έχω κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου που ντρέπομαι να τα θυμάμαι, γι΄ αυτό όμως που ντρέπομαι περισσότερο είναι κάτι που δεν έκανα εγώ αλλά η μάνα μου. Όταν ήμουνα γύρω στα δέκα, πήγε και αγόρασε ένα οικόπεδο σε μια περιοχή της Πεντέλης που "ανήκε" σ΄ έναν συνεταιρισμό. Σκατά ανήκε στο συνεταιρισμό βέβαια. Δασική έκταση ήτανε, κάηκε δυο φορές ήδη, τη μια στη μεγάλη φωτιά που κατάκαψε όλο το βουνό μέχρι το Διόνυσο. Όπου νάναι, θα την βάλουν και στο σχέδιο πόλης. Είναι και το αεροδρόμιο κοντά- μην αντιστέκεσαι, πιο πολύ θα υποφέρεις.
Όταν πρωτοπήγαμε να μείνουμε στο σπίτι που χτίσαμε, εκεί πάνω, είμασταν εμείς και οι αλεπούδες. Χωρίς πλάκα. Το επόμενο σπίτι ήτανε καμμιά πεντακοσαριά μέτρα μακρυά. Είχε κάτι χωματόδρομους, ηλεκτρικό και νερό δεν υπήρχε και μόλις έπεφτε η νύχτα, τη βγάζαμε με τις λάμπες του γκαζιού, αλλά γύρω - γύρω ήτανε πίσσα σκοτάδι. Έβγαινα και κοίταζα τα αστέρια και τσαντιζόμουνα που ακόμη κι εδώ, έξω από το λεκανοπέδιο, μου έκρυβε την αίγλη του γαλαξία η ανταύγεια της Αθήνας. Τα πρωινά, όταν μεγάλωσα λίγο και καταλάβαινα δυο πράματα παραπάνω, έτσι νόμιζα, για το πού είχαμε έρθει να μείνουμε, έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το δάσος και σκεφτόμουνα οτι όλα αυτά θα μείνουνε για πάντα έτσι. Δεν θα έρθει κανείς να βάλει φωτιά εδώ πάνω, σκεφτόμουνα, αφού το έχουνε ήδη κόψει οικόπεδα. Είναι που καταλάβαινα δυο πράματα παραπάνω. Όταν κάηκε η Πεντέλη όλη, κάηκε και το μυαλό μου μαζί της. Κι ένα κομμάτι του δεν γύρισε ποτέ πίσω. Έμεινε κολλημένο στη φρίκη που έφαγα όταν κατάλαβα τί είχε παιχτεί. Για να χτιστούνε σπίτια σαν το δικό μου, κάηκε η Πεντέλη. Και βέβαια, δεν καήκανε τα σπίτια. Αυξάνανε και πληθύνανε. Σήμερα, έχω κι εγώ ένα σπίτι στο δάσος. Μόνο που εκεί που είναι το σπίτι μου, δεν υπάρχει πια δάσος.
Θα τα βρούμε όλα μπροστά μας. Μια μέρα θα είμαι γριά κι άρρωστη και θα καίγονται τα πνευμόνια μου για μια ανάσα καθαρού αέρα. Και δεν θα υπάρχει, καθόλου, πουθενά. Θα πληρώνουμε τον αέρα με το λίτρο.
Στην κοιλάδα κάτω από το σπίτι μου, ήτανε τα ερείπια ενός παλιού αγροκτήματος και ενός ακόμη παλιότερου νερόμυλου. Ένας πύργος από κίτρινο τούβλο, ψηλός ίσαμε τρεις ορόφους, στεκότανε στην όχθη του ρέματος, δίπλα σ'ένα πέτρινο γεφύρι. Ένας αγωγός από κεραμικό έτρεχε μέσα στο δάσος και έφερνε νερό από τα ψηλότερα επίπεδα του ρέματος μέχρι την κορφή του πύργου. Από κει, έπεφτε πάνω στους μηχανισμούς του μύλου και γυριζε τις μυλόπετρες. Δίπλα στα ερείπια του μύλου ήτανε ένα σπίτι μοντέρνο, περιφραγμένο με μια ψηλή μάντρα, με σπασμένα γυαλιά στη ράχη της. Μέσα είχανε δυο-τρία άλογα. Δεν είχα δει ποτέ να τα καβαλάνε. Τα κοίταζα από τη βεράντα του σπιτιού μας και κάποια φορά είχα πιαστεί, με προσοχή, στην άκρη από τη μάντρα και τα χάζευα. Τα έβλεπα κι όταν ανέβαινα στον πύργο- ήτανε στηριγμένος στην άκρη του γκρεμού με έναν τοίχο, που έφερνε τα τελευταία μέτρα του αγωγού. Σκαρφάλωνα στην πλαγιά, ισορροπούσα πάνω στον αγωγό και στεκόμουνα σε μια βεραντούλα πάνω στον πύργο.
Στο σπίτι, έμενε μαζί μας κι ο κύριος Μάκης, ένας άντρας από την Ικαρία που είχε γνωρίσει η γιαγιά μου από κάποια αγγελία σε μιαν εφημερίδα. Χαίρομαι τουλάχιστον που δεν γνωριστήκανε από κάνα Χρυσό Κουφέτο. Είχε μεγαλώσει στο χωριό κι ήξερε από τέτοια: μια μέρα τον ρώτησα πώς λένε τον πύργο του νερόμυλου. Γύρισε και μου είπε μια λέξη, που δεν είχα ξανακούσει και δεν έχω ξανασυναντήσει από τότε.
Η λέξη για τον πύργο του νερόμυλου είναι όμορφη και μιλάει για το δέος του νερού, καθώς κρεμιέται πάνω από το κενό, πριν γκρεμιστεί στα πόδια του πύργου. Την ξέρω και τη θυμάμαι όπως μου την είπε ο κύριος Μάκης αλλά δεν την λέω και δεν την γράφω. Αν την ξέρουν κι άλλοι από μένα, τους είναι άχρηστη, γιατί νερόμυλοι δεν υπάρχουν πια στην Ελλάδα. Κι αν υπάρχουν, δεν λειτουργούνε. Κι αν λειτουργούνε, θά ΄ναι για μόστρα, για τους τουρίστες. Δεν τους χρειάζεται πια κανένας. Όσοι την ξέρουμε, τη λέξη, το όνομά τους, θα την πάρουμε μαζί μας στον τάφο μας. Θα χαθεί μαζί μας. Και καλά θα κάνει. Ανήκει σ' έναν άλλο κόσμο, που πέρασε και πέθανε πριν γεννηθώ εγώ και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Κάποια μέρα, τα ερείπια του παλιού μύλου θα γκρεμιστούν και κάποιος θα χτίσει το σπίτι του πάνω από τα θεμέλιά του. Ίσως πάρει την πέτρα με τη χρονολογία από την πρόσοψη του πύργου και την βάλει για στολίδι στην είσοδό του. Το ρέμα θα μπαζωθεί και κάτι χούφταλα που δεν θα καταλαβαίνουνε πια τον κόσμο που κυλάει γύρω τους θα λένε στα αυθάδικα εγγόνια τους "κάποτε εδώ ήτανε δάσος". Κι εκείνα θα γελάνε. "Κάποτε εδώ ήτανε ένας νερόμυλος". "Ένας τί;" "Ένας μύλος". "Τί;" "Δέντρα!" "Τί πράμα;"
Κι εμένα δεν θα με θυμάται κανένας. Ό,τι θυμάμαι τώρα θά ΄χει ξεχαστεί μαζί μου. Κι αν είμαι τυχερή, θα βυθιστώ μέσα στις μνήμες μου, μέσα σε μια στιγμή που θα διαρκέσει για πάντα, λίγο πριν πεθάνω. Θα θυμάμαι αλήθεια και ψέμμα, θα στέκομαι στην κορφή του πύργου και το νερό του θα τσακίζεται κάτω από τα πόδια μου, καταρράκτης. Θα κοιτάζω προς το δάσος και θά ναι ακόμα πράσινο, δεν θα θυμάμαι τη φωτιά και τον καπνό. Κι ένας χρυσός δίσκος, μες΄το καλοκαιρινό απόγευμα, θα είναι φεγγάρι και ήλιος μαζί. Κι όλα αυτά, θα μείνουνε έτσι για πάντα. Όπως τα θυμάμαι.