Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΩΝ ΑΡΟΥΡΑΙΩΝ

2014-05-02 00:39

Την άνοιξη του 1920, συγκεκριμένα τον Μάρτιο, ακόμα πιο συγκεκριμένα, στις 22 του μηνός- κάνω αυτή την παραχώρηση στην ακρίβεια με σκοπό να εξαγοράσω την είσοδο μου στους κόλπους των ακριβολόγων. Χωρίς αυτή την ακρίβεια, ο σύγχρονος ανήσυχος αναγνώστης θα ψάχνει και θα ρωτάει στα γραφεία των εφημερίδων- βγήκα στην αγορά. Βγήκα, λοιπόν, στην αγορά στις 22 Μαρτίου και, επαναλαμβάνω, το 1920. Πρόκειται για την αγορά Σεννόι. Δεν θα μπορούσα, ωστόσο, να εντοπίσω ακριβώς τη γωνία στην οποία στεκόμουν, και ακόμα δεν θυμάμαι καθόλου τι έγραφαν οι εφημερίδες εκείνη τη ημέρα … Πουλούσα μερικά βιβλία, τα τελευταία που μου είχαν απομείνει.

Το κρύο και το χιονόνερο που έπεφτε στα κεφάλια του πλήθους, κάνοντας τα να φαίνονται από μακριά σαν νέφη λευκών σπινθήρων, έδινε στα ερείπια όψη σιχαμερή...

Με αυτό τον direct, καφκικό τρόπο αρχίζει Ο Κυνηγός των αρουραίων την αφήγηση του. Δεν ξέρω πως ξεπήδησε το όνομα Αλεξάντερ Γκρίν και με ώθησε, να τον διαβάσω. Νομίζω κάποια φίλη που διόρθωνε κάτι στη δουλειά της σκόνταψε πάνω σε αυτό το όνομα και με ρώτησε αν τον ήξερα. Δεν τον ήξερα είπα, τον άλλο Γκρίν εγώ ήξερα τον Γκράχαμ, τον άγγλο που γράφει κάτι σαν κατασκοπευτικά μυθιστορήματα, αλλά όχι Αλεξάντερ δεν ήξερα. Φαντάστηκα λογω του άλλου Γκρίν έναν άλλο αγγλοσάξονα, αλλά στο βιβλιοπωλείο διαπίστωσα πως όχι, αυτός ο Γκρίν, ο άγνωστος ήταν ρώσος για την ακρίβεια πολωνικής καταγωγής και ονομάζονταν Αλεξάντερ Στεπανοβιτς Γρινιέβσκι (1880-1932). Έζησε σε μια κατακλυσμική εποχή, σε μια μυθική χώρα, που ήταν η Ρωσία της εποχής του. Και την έζησε με όλη τη δύναμη της ανυπότακτης ρομαντικής του καρδιάς μέχρι που αυτή δεν άντεξε…

Στα χέρια μου ζύγισα δυο βιβλία του, ένα μεγαλούτσικο σε όγκο, το πιο γνωστό και ένα λεπτό, ισχνό και σχεδόν άγνωστο. Πήρα το πιο μικρό γιατί ήταν στη μισή τιμή του "ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΑΝΙΑ", αν δεν μου άρεσε δεν θα βλαστημούσα τα λεφτά που πέταξα, άλλωστε η εισαγωγή του και ο τίτλος με προκάλεσαν.

Μπαίνοντας αμέσως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του "Ο Κυνηγός των αρουραίων", συναντώ ένα ρώσο Κάφκα. Είναι σίγουρο ότι δεν είχε ιδέα ο Γκριν από τον κ.Κ, το 1924, ήταν πολύ στη περιδίνηση, στη κορυφή εκείνου του κύματος που σημάδεψε το κόσμο.

Όμως όσο προχωρεί η αφήγηση του, το τοπίο του γίνεται πιο δύσβατο, ο λόγος του βράζει, μπερδεύεται, συχνά θαρρώ, παραληρεί. Ένας ρώσος Πόε , αυτό σκέφτηκα, διαβάζω ένα ρώσο Πόε, αλλά επειδή είναι ρώσος και  μάλιστα στη Ρωσία του 1920 είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από τον Ποε.

Δεν είναι χωρίς σκοπό η έναρξη του κυνηγού (που παραθέτω εδώ στην αρχή του ποστ), όταν με  σαφήνεια μας πληροφορεί ότι θέλει κυρίως να είναι ακριβής. Γιατί διαπίστωσα αφού τέλειωσα το βιβλίο ότι θέλει οντως, διακαώς και με κάθε τρόπο να περιγράψει και πληροφορήσει τον θεατή, σορυ τον αναγνώστη περί των συμβάντων  που του έτυχαν και ιστορεί. Αδιαφορεί εντελώς για την άνεση του αναγνώστη, μπερδεύοντας τον ακριβώς προς χάριν της ακριβολογίας του. Δεν είναι εύκολος συγγραφέας και υποπτεύομαι ότι η μετάφραση θα πρέπει να είναι … παλούκι. Είναι νομίζω εξαιρετική  γιατί (χωρίς να ξέρω γρι ρώσικα), έχει ας πούμε, την αύρα που σου αφήνει η καλή δουλειά του μεταφραστή όταν παρά τις δυσκολίες του το κείμενο ρέει κελαρυστό καθαρό, να το πιεις στο ποτήρι!

Ο Γκριν μας περιγράφει μια δυστοπία, ένα εφιαλτικό τοπίο διάστικτο με απειλητικές και φρικτές παραδοξότητες. Μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτό το τοπίο και ο δια/συστελλόμενος χρόνος του, ένας «μπορχικός» λαβύρινθος τεράτων είναι πράγματι η πραγματικότητα, όντως του έχει συμβεί… Εν τέλει αδιαφορεί για το τι είναι ή όχι πραγματικό, αφού αυτό … «συμβαίνει».

Και όλα αυτά για να μας το πιο απλό από όλα. Μέσα σε όλο  το ζόφο, αυτό που είχε αξία για να ζήσει και  για να ζει ο καθένας/μια, είναι μια χειρονομία τρυφερότητας και χάρης. Μια ελάχιστη σταγόνα αγάπης και βαθιάς ανιδιοτέλειας αρκεί για τον Αλεξάντερ γριν, αρκεί για όλους. Ακόμα και αν όλο αυτό μπορεί  να είναι μια παραίσθηση, ένα όνειρο για να αντέξει κανείς τις κακουχίες και  το πάντα ελλοχεύον κακό. Μόνο αυτό αξίζει, μόνο αυτό είναι το καύσιμο της ζωής.

Ο Αλεξάντερ Γκρίν έζησε όπως έγραψε, σαν ξωτικό, σαν περιπλανώμενος, έγραψε όπως έζησε αεικίνητος, σε ένα ονειρικό ρευστό χοχλάζοντα κόσμο, πέθανε όπως έγραψε και όπως έζησε,από την πείνα, τις κακοτοπιές και τις αρρώστιες, σαν ένας  αδέσποτος σκύλος στη μέση του δρόμου.  

Κ.Β. 1.05.2014