ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΖΩΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
Μισό χιλιόμετρο από το χωριό, πετάχτηκε μέσα από κάτι θάμνους το τρεμουλιαστό φέγγος μιας πυράς… Εκεί, στο ξέφωτο, ένας άντρας φτιαγμένος από σκιά πετούσε χαρτιά στις φλόγες. Τα σκυλιά, κουλουριασμένα δίπλα στη φωτιά, τον άκουσαν πριν τον ακούσει ο άντρας.
«Ο Άχμεντ είμαι!» φώναξε πάνω απ' το γρύλισμα των σκυλιών. Ποτέ του δεν είχε μπορέσει να καταλάβει την υποχρέωση που ένιωθε ο Χασάν απέναντι σ' εκείνα τα βρομερά, αρρωστιάρικα ζώα. Ο γιος του τον είχε καταντήσει παρία, αλλά τα σκυλιά δεν βοηθούσαν. Άλλη μια χούφτα χαρτιά πετάχτηκαν στη φωτιά.
«Μα τι κάνεις;» ρώτησε.
Ο Χασάν μελετούσε το χαρτί που κρατούσε στο χέρι του, και στην πέμπτη πρόταση της δεύτερης παραγράφου, στο κενό από ένα κόμμα που έλειπε, βρήκε την πίκρα της ζωής του. Η πρόταση περιέγραφε την ανατροφή ενός ελάσσονος φύλαρχου του 18ου αιώνα, κι αυτή έμελλε να είναι η τελευταία φορά που ανθρώπινα μάτια θα διάβαζαν το όνομα της μητέρας του φύλαρχου. «Ένα λάθος στίξης» είπε, κι η φωνή του έτρεμε από το δυσοίωνο του λάθους. «Εκατοντάδες φορές έχω διαβάσει αυτή την παράγραφο, και τώρα το πρόσεξα.»
«Μη το κάνεις αυτό» είπε ο Άχμεντ. Θα μπορούσε να τιναχτεί, ν' αρπάξει το χαρτί και να πετάξει χιόνι στη φωτιά, αλλά η σελίδα με το λάθος στίξης ήταν ήδη καπνός, και το όνομα της μητέρας που είχε πεθάνει πριν από διακόσια είκοσι τρία χρόνια, χάθηκε για πάντα. Άδειασε τα πνευμόνια του, αλλά ο αναστεναγμός του δεν είχε τελειωμό, και συνέχισε ν' αδειάζει…
«Σκεφτόμουν κάποιαν που έχασα πριν από πολλά χρόνια» είπε ο Χασάν. «Μια φορά με αποκάλεσε χέστη. Δε με πείραξε αυτό που είπε, αλλά ο τρόπος που το είπε. Και η ετυμηγορία της, σαν να με διαπέρασε, σαν να 'μουν σύννεφο.»
Οι φλόγες είχαν ξεπαγώσει τα κλαδιά από πάνω. Σταγονίτσες γλιστρούσαν πάνω στα λεπτά τους δάχτυλα, εξατμίζονταν κι έπεφταν στη φωτιά. Ο Άχμεντ δεν μπορούσε να βρει τίποτα να πει για να συνεφέρει τον άλλον. «Ήσουν καλός σύζυγος» είπε. «Η γυναίκα σου σ' αγαπούσε.»
Ο Χασάν έδειξε να τα χάνει, σαν να μην ήταν η γυναίκα του αυτή που είχε σκεφτεί, κι άπλωσε το χέρι του για να πιάσει άλλη μία στοίβα χαρτιά. «Δε μ' αγαπούσε» είπε, «αλλά σ' ευχαριστώ. Σαράντα τέσσερις χιλιάδες τριακόσιες τριάντα οκτώ σελίδες. Μου πήρε πέντε ώρες να τις μετρήσω. Και πάνω από είκοσι διαδρομές να τις μεταφέρω. Πώς να μην είναι τόσο κουρασμένα αυτά τα κουτάβια...» Γονάτισε και χάιδεψε με τρομερή στοργή την κοιλιά του φαλακρού σκυλιού. «Κάθε σελίδα έχει κατά μέσο όρο τριακόσιες πενήντα λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι έχω γράψει δεκαπέντε εκατομμύρια λέξεις.»
… Κάποτε ενώ κυνηγούσε στο δάσος ο Άχμεντ βρήκε μια ελαφίνα που σωριασμένη στο χώμα ανάσαινε με κόπο. Είχε ένα εκτεταμένο τραύμα στους μηρούς, κι από το μουσούδι της έβγαιναν μια σειρά από αγωνιώδη βογκητά. Ο Άχμεντ, για να τη λυτρώσει από το μαρτύριο, σκόπευσε το λαιμό της. Μα πριν τραβήξει τη σκανδάλη, η ουρά ενός θηλυκωμένου μικρού ελαφιού ξεπρόβαλε από την πληγή. Το σαγόνι του λασκάρισε. Άφησε το τουφέκι ανάμεσα στις φυλλωσιές, ντροπιασμένος για αυτό που λίγο ήθελε να προκαλέσει, και έμεινε να κοιτάζει μια ζωή να δημιουργείται εκεί που μια άλλη έσβηνε. Και τώρα, με τις τελευταίες σελίδες να κατσαρώνουν στα κάρβουνα, ο φόβος του υψώθηκε σε δέος, καθώς είχε βρεθεί σε μια σκηνή ίδιου βάθους. Όσο πίσω και αν πήγαινε ο νους του, δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μια φορά τον Χασάν να παραδέχεται κάποια αδυναμία, ένα λάθος, ούτε καν ένα πταίσμα τόσο ασήμαντο όσο να ξεχάσεις ένα κόμμα. Και τώρα, ομολογούσε την πλήρη αποτυχία του.
…Καθώς οι φωτεινές δέσμες σάλευαν προς το μέρος τους, ο Άχμεντ είδε, ακαριαία, ίχνη από πατημασιές ζώων στις στάχτες δεκαπέντε εκατομμυρίων λέξεων…
σελ.160-163
Τις τελευταίες μέρες του 2004, σ’ ένα χωριουδάκι της Τσετσενίας, η οκτάχρονη Χαβάα κρύβεται στο δάσος όταν οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις αρπάζουν τον πατέρα της. Ο γείτονάς τους, Άχμεντ, ένας αποτυχημένος γιατρός, την φυγαδεύει στο βομβαρδισμένο νοσοκομείο της πιο κοντινής πόλης, όπου η μοναδική γιατρός, η Ρωσίδα Σόνια, περιθάλπει ένα αδιάκοπο κύμα τραυματισμένων ανταρτών και προσφύγων, ενώ πενθεί για την εξαφανισμένη αδελφή της. Μέσα σε πέντε δραματικές μέρες, ο Άχμεντ και η Σόνια ανατρέχουν ο καθένας στο δικό του παρελθόν, ψάχνοντας να λύσουν έναν μυστηριώδη γρίφο συμπτώσεων, προδοσίας και συγγνώμης που τους δένει απροσδόκητα και αποφασίζει για τη μοίρα τους.
Ο Marra συνθέτει γύρω από τους έξι βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου ένα πολυπρισματικό ανθρώπινο μωσαϊκό ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ.ikarosbooks.gr,μετφρ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ.ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, σελ.488
Ο "Αστερισμός" του Anthony_Marra δεν ξέρω τι είδους είναι. Αν δηλ. είναι ένα είδος μαγικού καυκάσιου ρεαλισμού από ένα νέο αμερικανό της δυτικής ακτής. Ή μια εκτεταμένη άσκηση δημιουργικής γραφής που πέτυχε να απογειωθεί σε ένα χειμαρρώδες, αποφατικό, λεπτοδουλεμένο μυθιστόρημα, η μήπως …αλλά φυσικά δεν έχει καμιά σημασία για τον αναγνώστη που θα αφεθεί στο αφηγηματικό ταλέντο του, να κατατάξει κάπου αυτό το καλό βιβλίο.
Οι κριτικές των συμπατριωτών του είναι εγκωμιαστικές ΕΔΩ αλλά και των ελλήνων δεν πάνε πίσω, όπως ΕΔΩ bookpress.gr και ΕΔΩdiavazontas
Μια μικρή αμηχανία όμως μου δημιούργησε όχι ως λογοτέχνημα αλλά ως προς το εγχείρημα ενός νεαρού αμερικανού να καταπιαστεί με ένα πόλεμο, στα όρια της γενοκτονίας, και για ένα θέμα τόσο μακρινό και επιδεικτικά (η μήπως επιλεκτικά;) αγνοημένο και σχεδόν ξεχασμένο στην Ελλάδα. Κι όμως ο Καύκασος είναι στη γειτονιά μας, μέσα στην εμβέλεια των ραντάρ μας, τουλάχιστον θα έπρεπε.
Ένα ακόμη δείγμα του επαρχιωτισμού μας ή της επιλεκτικής μνήμης μας (όπως και να γίνει οι ρώσοι είναι τα ορθόδοξα ξανθά ξαδέλφια μας, υποτίθεται …) ;
Μπορεί η ενασχόληση με τέτοια ακανθώδη θέματα να είναι για αυτούς που αρέσκονται να βλέπουν παντού συνωμοσίες και να αποδίδουν κάθε εξέγερση στο δάκτυλο της CIA κλπ, (χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο … δάκτυλος), να ειναι ύποπτη όμως η Ιστορία προχωρεί και γράφεται χάρις στη ακεραιότητα, την γενναιοφροσύνη, την αυτοθυσία και εν τέλει τη θυσία αγωνιστών και αγωνιστριών όπως η ΑΝΝΑ ΠΟΛΙΤΟΦΚΑΓΙΑ που υπήρξε και η πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα του Α.ΜΑΡΑ.
Κ.Β 31.05.2014
Η αφήγηση του Αντονι Μάρα καλύπτει μία ολόκληρη αιματοκυλισμένη δεκαετία και τις δύο πρόσφατες συρράξεις, δηλαδή μεταξύ των (χριστιανών) Ρώσων και των (ισλαμιστών) Τσετσένων μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, σε αυτή τη χρονίως διαφιλονικούμενη περιοχή του Βόρειου Καυκάσου με το πλούσιο υπέδαφος.Για να καταδείξει ακριβώς το ιστορικό και πολιτισμικό βάθος αυτής της σύγκρουσης, ο Αντονι Μάρα επέλεξε για προμετωπίδα στο βιβλίο του μια φράση από τον «Χατζή Μουράτ», το τελευταίο συνταρακτικό πεζογράφημα του Λέοντος Τολστόι με πρωταγωνιστή τον πολέμαρχο ιμάμη Σιαμίλ που ηγήθηκε του «ιερού πολέμου» των ξεσηκωμένων ορεσίβιων Καυκασίων κατά της τσαρικής αυτοκρατορίας στα μέσα του 19ου αιώνα.
«Ετούτο τον θάνατο μου θύμισε το πατημένο αρκουδάγκαθο, o "τάταρος", καταμεσής στ' οργωμένο χωράφι» λέει ο περιπατητής στην αρχή αυτής της νουβέλας...READ MORE...