Κακός καιρός
Κακός καιρός.
Γρήγορα. Κακός καιρός. Μεγάλη Απουσία. Loops- Ουπς!
Πάτησε την σκανδάλη η ποιήτρια Ανν Σέξτον, με τα σχισμένα χείλη και τα μήλα κάτω από τα μεγάλα μάτια. Γενναία σαν γυναίκα γενναιόδωρη σαν άνδρας.
Γρήγορα. Τρέχα. Να της γράψεις δυο γραμμές…
Καθώς περπατάς στη ψυχρή χτικιάρικη Αθήνα, Βυθισμένη Σταδίου, τρέχεις στο βιβλιοπωλείο, γνωρίζεστε, γίνονται οι συστάσεις. Φεύγεις. Σκυφτός. Κοιτάς τη φιγούρα σου στους καθρέφτες, στις βιτρίνες. Τώρα κορδώνεσαι , αστοχείς στη κατακόρυφο.
Προχωρείς. Τις βλέπεις να πλησιάζουν, περναν από δίπλα σου, κοντοστέκεσαι. Κοιτάς , δραπέτη, γυρνάς να αποτυπώσεις το περίγραμμα των κορμιών και τις ξανακοιτάς. Λύκος. Βρίζεις μες στο μυαλό σου, τις βρίζεις πίσω από τα δόντια, με θαυμαστικά.
Δεν υπάρχουν σημαντικά νέα μέσα μου, περισσεύουν τα απ` έξω, λες. Θαυμαστή!
Ιαπωνία, Λιβύη, αναταραχή, γκρίζοι λύκοι στην οδό Σταδίου και στις πιάτσες των ταξί, παντού ασυναρτησίες. Το βλέμμα τους νεκρό, ενώ το μάτι γυαλίζει.
Όλοι περιμένουμε.
Επιστρέφεις με το τραίνο, δέσμιος στα δεσμά σου, κάθε βράδυ , κάθε μέρα, γυρίζεις.
Και απουσιάζεις εκκωφαντικά.
Βλέπεις τη μαύρη καστόρινη μπότα, πόδι ελαφρύ, μακρύ, το βάδισμα συγκινητικό, με άρωμα. Γλυστραει πάνω στα σανίδια της γέφυρας του σταθμού. Τη βρίζεις τρυφερά μέσα σου και τρίζεις τα δόντια σου. Καθώς την ακολουθείς να σκίζει τη θάλασσα του ηλεκτρικού σταθμού, σαν μαύρο αντιτορπιλικό, λες, δεν τολμώ να σε ονειρευτώ και λες αλήθεια.
Παραφέρεσαι εντος σου, αθόρυβος, σαν σχοινοβάτης. Γερνώ γρήγορα, είχες πει και έβριζες σιγανά. Υβριστή!
Έχεις από χθες ένα μικρό τσίμπημα στο στέρνο, στη μέση ακριβώς του στήθους…
Κακός καιρός.