Summertime and the living is busy, try again later or don’t bother at all.
Κάθε περυσινό καλοκαίρι και πιο ευρύχωρο. Κάθε χρονιά λείπουν και πέντε-δέκα τετραγωνικά. Και πόντοι απ΄το πάτωμα ως το ταβάνι. Δεν συμβαίνει αυτό σε όλους. Σ’ όσους ξέρω εγώ, τους περισσότερους απ’ όσους ζουν κοντά μου, ναι. Μπορεί και να ξέρω μόνο λάθος ανθρώπους. Κακές παρέες, καλών ανθρώπων που παραστράτησαν. Απ τη ράτσα εκείνων που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να «προσαρμοστούν». Δεν είναι του Δαρβίνου αυτό. Του Γεωργελέ είναι.
Μια συγκεκριμένη συνομοταξία ανθρώπων σαν τον Γεωργελέ, με κύριο γνώρισμα τον ορθολογικό ξερωγωλισμό (δική τους πατέντα κι αυτή), φρόντισαν να προσφέρουν σ’ όλους τους άλλους ένα μαστίγιο. Χωρίς χρέωση, πράξη μεγαλοσύνης, μεγαλοψυχίας το λεν αυτό. Με μόνη υποχρέωση -κάθε αποδέκτη- την αυτοτιμωρία, πρωί, μεσημέρι, βράδι. Ένα βλακώδες, ακατανόητο, συνεχές αυτομαστίγωμα. Μαζί τα κάναμε, μαζί τα φάγαμε, μαζί σιωπήσαμε, μαζί ψηφίσαμε, μαζί απείχαμε, μαζί δεν είδαμε, μαζί συναινέσαμε, μαζί παραλείψαμε, μαζί όλα. Εμείς, οι άλλοι. Εκείνοι πρόλαβαν και μετανόησαν, αυτοσυγχωρέθηκαν, αλληλοεξομολογήθηκαν, προσαρμόστηκαν, τέλος. Το μαστίγιο και η πλάτη είναι άλλων. Πάντα άλλων. Η μεγαλοσύνη έχει και όρια, σαν πρόκειται για το δικό τους πετσί.
Και γράφουν οι ίδιοι, επώνυμοι κι ανώνυμοι, τα ίδια. Συχνάζοντας στα ίδια. Πρωί, μεσημέρι, βράδι, πρωί, μεσημέρι, βράδι. Ίδια, όμοια κι απαράλλαχτα. Γι αυτούς κάθε επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ευρύχωρο. Κάθε χρονιά θα προστίθεται κι ένα δωμάτιο. Και πόντοι, μέτρα ολοκληρα, τα καλοκαίρια τους θα γίνουν πιο ψηλοτάβανα κι απ τις Βερσαλλίες. Γιατί θα εκλείψουν οι «παραπανίσιοι». Εκείνοι που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να «προσαρμοστούν». Και τους προσαρμόσαν οι «καλοί» με το στανιό, σ΄όποιαν αρένα βρήκαν πρόχειρη ή στήσαν μέσα σε μια νύχτα. Με τους Γεωργελέδες καθισμένους στις κερκίδες, να γράφουν ασταμάτητα. Να υμνούν τους «καλούς» και να γλείφουν κάθε σταγόνα απ’ τις απόψεις των ομοίων τους, με αμοιβαία αυτοικανοποίηση. Και να πετάνε μέσα στην αρένα -εκεί που χάνονται άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι- μαστίγια. Θα συνεχίσουν να το κάνουν σκόμη κι όταν δουν πως δεν έμειναν ούτε χέρια, ούτε καν δάχτυλα να τα κρατήσουν.
Είναι κι αυτό μια ιδεολογία. Η νίκη της δικιάς τους αλήθειας, της αλήθειας των γεωργελέδων* πάνω στα ρετάλια της ζωής κάποιων άλλων. Μ΄αυτού του είδους την αλήθεια, την χαιρέκακη, μνησίκακη, επιθετική, εκδικητική, συχνά πυκνά ξεδιάντροπα ειρωνική, αυτήν που θεωρεί εαυτόν «ορθό λόγο», την μιξοπάρθενη «αφ’ υψηλού», αυτήν που βολικά καμουφλάρεται πίσω απ’ το μέικ απ του «κρίμα μα τώρα πια δεν γίνεται αλλιώς», δεν βλέπω να έχω καμιά σχέση. Ποτέ δεν είχα.
Αυτά. Δεν πάμε που δεν πάμε θάλασσα, πάω να διαλύσω και να ξανασυναρμολογήσω καμιά συρταριέρα τώρα. Με ένα άλεν ξεχνιέμαι.
ΠΗΓΗ>>>amancalledkkmoiris.wordpress.com/