Ποστάρω παρακατω ένα άρθρο γνώμης από το aristero vima. με το οποίο δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω, ως προς την εκτίμηση του για το άρθρο του δημοσιογράφου Βαξεβάνη στο kouti pandoras.gr σχετικά με το πολύφερνο σχόλιο της Λ.Διβάνη για το επεισόδιο στο τρόλεϊ που κατάληξε στο θάνατο του 19χρονου. Για αυτό και το βάζω ολόκληρο, σαν αντίλογο και πρόκληση προς όλη αυτή τη ομοβροντία που έσκασε στο διαδίκτυο [ και στην οποία έβαλα και γω την ουρά μου>>>www.telospanton.com]. Εχει τη σημασία του, γιατι ο κ. Βαξεβάνης είναι από τους μαχητικούς δημοσιογράφους που τον βλέπουμε με συμπάθεια να δίνει μάχες για σημαντικές έρευνες/αποκαλύψεις Με θέσεις κήνσορα σαν και αυτές του άρθρου του μου φαίνεται σαν να θέλει να γίνει ο Λαζόπουλος της δημοσιογραφίας. Μια γενικευμένη και οργίλη επίθεση στη διανόηση [όλοι φταίνε, όλοι τα παίρνουν κλπ] αν μη τι άλλο δείχνει εκτός από κόμπλεξ και το στίγμα της [α]πολιτικής τοποθέτησης του.
Όπως και να έχει, ο βαρύς συμβολισμός του συμβάντος του ελεγκτή και του νέου που δεν πληρώνει το εισιτήριο και βρίσκει το θάνατο λειτούργησε σαν θρυαλλίδα για να ειπωθούν πολλά. Θαλεγε κάνεις ότι θα ήθελε διακαώς η αριστερά, να λειτουργούσε σαν ένας έλληνας Μοχάμεντ Μπουαζιζι. οι αναφορές στο Α. Γρηγορόπουλο δεν έλειψαν. Άσχετα από τι έγινε πάνω στο τρόλεϊ, με μια δόση πικρής κακεντρέχειας δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι ελείψει μαζικού κινήματος που θα το οδηγεί μια βαρβάτη αριστερή, [αχ, επαναστατική, γιατί όχι!] πρωτοπορία χρειαζόμαστε, επειγόντως ήρωες, θύματα, μάρτυρες μήπως και …
Κάτσε όμως να δεις... κάτι έλεγε ο Μπρεχτ για, αλλοίμονο σε όποιους χρειάζονται ήρωες…
Για της μαρξιστικό/λενιστικες εκτιμήσεις του άρθρου του ΚΜ, για πρωτοπορίες της εργατικής ταξης και κόμμα "συλλογικό διανόουμενο" όποιος ψήνεται οκ, εγώ ταχω ακούσει αυτά από τον …. μακαρίτη το Φαράκο και τα συνδέω τώρα πλέον με … Κάιρο. [σορυ!]
Κ.Β. 24/8/2013
Το Ντιβάνι χρειάζεται στον Κώστα Βαξεβάνη/www.aristerovima.gr του ΚΜ Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ένας έλεγχος εισιτηρίων κατέληξε στον τραγικό θάνατο ενός δεκαεννιάχρονου από άνεργη οικογένεια που προσπάθησε να γλυτώσει τη σύλληψη από τους ελεγκτές. Μια ζωή χάθηκε για 1,40 ευρώ, εδώ μας έχουν φτάσει! Το περιστατικό αυτό, κάνοντας την έξυπνη, σχολίασε η Λένα Διβάνη. Όπως σημείωσε ο Νίκος Σαραντάκος: «Εμένα αυτό που με εντυπωσίασε είναι ότι μπροστά σε μια τραγική είδηση, και μάλιστα όχι πολύ συνηθισμένη, μια γνωστή συγγραφέας διάλεξε να εστιάσει τον σχολιασμό της στην ανάγκη να συνεχιστεί απρόσκοπτο το έργο των ελεγκτών εισιτηρίων». Το βαθύτερο χαρακτηριστικό του σχολίου της Λ. Διβάνη ήταν η βαθιά έλλειψη κατανόησης της «στιγμής», της υπόγειας συνάντησης κοινωνικής οργής και απόγνωσης που ψάχνει ένα γεγονός, έναν κόμπο για να ξεσπάσει. Το σχόλιό της, κάτι σαν το «αφού δεν έχουν ψωμί, γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;» της Μαρίας Αντουανέτας, προκάλεσε σεισμό στο διαδίκτυο, επισημαίνοντας ότι σε απροσδιόριστη στιγμή θα ξεσπάσει αυτή η οργή με τρόπο ορμητικό και με αφορμή απρόβλεπτη. Σε τέτοιες περιστάσεις η οργή που ξεπηδά είναι τυφλή και κινδυνεύει να βρει στόχους άσχετους με την ουσία των προβλημάτων, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει δύναμη πολιτική πρωτοπόρα που να αναλάβει να μπολιάσει με στόχους τη λαϊκή αγανάκτηση. Ακόμη χειρότερα, κινδυνεύουν να αναδειχθούν ανερμάτιστοι εκφραστές της οργής αυτής οι οποίοι, συνειδητά ή ασυνείδητα—αδιάφορο—αναλαμβάνουν να την καναλιζάρουν σε ακίνδυνες για το σύστημα κατευθύνσεις, ακόμη και φασιστικού προσανατολισμού. Και ερχόμαστε έτσι στο αντικείμενο του σημειώματός μας, ένα άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη στο «Κουτί της Πανδώρας» που ως στόχο για τη λαϊκή οργή προσδιορίζει «τη διανόηση», θυμίζοντας λιγάκι και τον Γκαίριγκ (αν θυμάμαι καλά) που όταν άκουγε «κουλτούρα» έπιανε το πιστόλι του. Ο Κ. Βαξεβάνης είναι γνωστός για την ορμή με την οποία πάλεψε και παλεύει εναντίον διάφορων στυλοβατών του καθεστώτος της μνημονιακής εξαθλίωσης του Ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα, είναι σαφές ότι χάρις σε αυτόν φάνηκε το πελώριο σκάνδαλο που συνιστά η απόκρυψη της λίστας Λαγκάρντ και επίσης είναι σαφές ότι ο ίδιος, με θάρρος, έδωσε σπάνιο για Ελληνικά δεδομένα αγώνα προκειμένου να δημοσιοποιηθεί το σκάνδαλο αυτό. Όμως, για εμένα τουλάχιστον, ο πολιτικός προσανατολισμός του είναι ασαφής και η προοπτική στην οποία εντάσσει τον προσωπικό του αγώνα αδιευκρίνιστη. Στο άρθρο του, που ονομάζεται «Στο ντιβάνι της Διβάνη και της διανόησης», ο Κ. Βαξεβάνης ανακαλύπτει έναν από τους βασικούς στυλοβάτες της εξαθλίωσης του Ελληνικού λαού, τους διανοούμενους συλλήβδην. Σημάδι της τυφλής μορφής που τείνει να πάρει η λαϊκή οργή, που—το ξαναλέω—αργά ή γρήγορα, και μάλλον γρήγορα—θα ξεσπάσει, είναι η ανταπόκριση που συνάντησε το άρθρο αυτό. Μέσα σε λίγες ώρες κοντά πενήντα σχόλια, ως επί το πλείστον υμνητικά, και περισσότερα από 1000 shares στο facebook (τη στιγμή που στα υπόλοιπα άρθρα στο site του Βαξεβάνη σπάνια εμφανίζονται σχόλια ή shares) υπογράμμισαν τον ανεξέλεγκτο θυμό του κόσμου που ψάχνει στόχους. Πριν σχολιάσουμε τα χαρακτηριστικά, όχι του άρθρου, αλλά των αντιδράσεων που προκαλεί, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε εκτεταμένα στο περιεχόμενό του. Το άρθρο ξεκινά με τον αφορισμό: «Το πρόβλημα με την ελληνική διανόηση δεν είναι ότι σιωπά και κοιμάται. Είναι ότι χωνεύει ακόμη. Χορτάτη, φουσκωμένη, κάνει όπως ακριβώς αυτός που ανάμεσα στα απομεινάρια των όσων καταβρόχθισε, υπόσχεται ενοχικά πως δεν θα το ξανακάνει. Ρεύεται τα πλούσια εδέσματα, νιώθει, χορτάτος πια, την άσχημη γεύση στο στόμα και μετατρέπεται για λίγο σε νομιμόφρονα της καλής διατροφής. Όσο κρατά η χώνεψη». Αλλά τι εννοεί με τον όρο «ελληνική διανόηση»; Από κοινωνιολογική άποψη, διανόηση είναι το στρώμα εκείνο, διαφοροποιημένο ταξικά, που ζει από την πνευματική εργασία. Τέτοιοι στην Ελλάδα είναι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες. Ανάμεσά τους είναι επίλεκτα μέλη της αστικής τάξης, π.χ. μεγαλοδικηγόροι, καθηγητές οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης (π.χ. Στουρνάρας) κ.λπ., πλάι σε μέλη της εργατικής τάξης, επιδοματίες μαθητευόμενους (ή και απλήρωτους), μισθωτούς των 500 ευρώ ή άνεργους πτυχιούχους που απεγνωσμένα αναζητούν εργασία σχετική με το πτυχίο τους. Ο κ. Βαξεβάνης όμως κάνει τη συνήθη χρήση του όρου που προσδιορίζει τους διανοούμενους σύμφωνα με ορισμένα a priori ηθικά χαρακτηριστικά που εκείνος θεωρεί ότι οφείλουν να έχουν. Λέει: «Αναφέρομαι λοιπόν, στους ανθρώπους αυτούς, που είτε το άξιζαν είτε όχι, κυριάρχησαν σε αυτό που λέμε “γράμματα και τέχνες”. Το όνομά τους μπαίνει δίπλα στα τραγούδια, στα βιβλία, σε έργα δημιουργίας και βέβαια πανεπιστημιακές μελέτες». Θα δούμε ότι αυτούς όλους τους θεωρεί συλλήβδην απατεώνες και λαμόγια, με εξαίρεση ένα μη κατονομαζόμενο, άνευ σημασίας, τμήμα που διατηρεί την πνευματικότητά του, συχνά ανώνυμο. Γράφει λοιπόν: «“Πού είναι οι άνθρωποι της διανόησης;” ακούγεται συχνά τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Πώς βοηθάνε την Ελλάδα; Πώς βοηθάνε τους ανθρώπους της; Πώς στέκονται απέναντι στην κρίση;» Και για να απαντήσει στην ερώτηση αυτή επιλέγει ένα κείμενο μνημονιακού προσανατολισμού που εμφάνισαν «32 άνθρωποι του πνεύματος» τον Ιούνιο του 2011. Επιλέγει να αγνοήσει επιδεικτικά την έκκληση των 200 διανοουμένων-καλλιτεχνών ενάντια στα μνημόνια και τα προγράμματα λιτότητας που δημοσιοποιήθηκε ένα μήνα αργότερα, όπως επιλέγει να αγνοήσει και πολλές άλλες πρωτοβουλίες διανοουμένων (οι οικονομολόγοι και η επιτροπή λογιστικού ελέγχου, το κείμενο των διανοουμένων ενάντια στην επιστράτευση, και τόσα άλλα). Γι’ αυτόν η Σώτη Τριανταφύλλου βαραίνει περισσότερο από τη Μάρω Δούκα και την Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Διονύσης Σαββόπουλος βαραίνει περισσότερο από το Μίκη Θεοδωράκη, οι Δοξιάδηδες βαραίνουν περισσότερο από το Χρήστο Παπαδημητρίου, η Λένα Διβάνη βαραίνει περισσότερο από τον Βένιο Αγγελόπουλο. Όχι απλώς βαραίνουν περισσότερο, αλλά μόνο αυτοί υπάρχουν, οι άλλοι είναι αεράκι που χάθηκε. Και δε θα πιάσουμε τώρα και ονόματα από τους 32 που ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους γνωρίζει. Ο κ. Βαξεβάνης συνεχίζει επί μακρόν σε αυτό το στυλ, στηλιτεύοντας τη διανόηση ΓΕΝΙΚΑ με κάθε λογής επίθετα και αποκρουστικές εικόνες. Η Ελληνική διανόηση λοιπόν «είναι μια διανόηση που αποδέχθηκε ο κινηματογράφος να παράγει μόνο με κρατική επιδότηση, σαν να είναι βαμβάκι στον κάμπο της Λάρισας. Που θεωρούσε πως τα Φεστιβάλ, δηλαδή ο τρόπος ανάδειξης του πολιτισμού, ήταν τα ίδια πολιτισμός. Που στα Πανεπιστήμια ανέδειξε τους εξυπηρετικούς προσδοκώντας το ανταποδοτικό τέλος της δικής τους ανάδειξης… Οι κυρίες και οι κύριοι της διανόησης που βρίζουν ένα κομμάτι της κοινωνίας αντί να γίνονται παράδειγμα για όλη την κοινωνία, δεν υπήρξαν μόνο ομοτράπεζοι και ομοκρέβατοι της πολιτικής ελίτ, αλλά της παρείχαν και όλα τα άλλοθι της τέχνης και του πολιτισμού». Μοιραία λοιπόν «η διανόηση, σιγά σιγά έγινε ανήμπορη να αναλύει και να εκφράζει και έγινε ρηχή όπως οι εκφραστές της, γύρω από το μεγάλο τραπέζι της εξουσίας. Άλλος έτρωγε χαβιάρι και άλλος τα ψίχουλα, ευελπιστώντας πως θα έρθει και η δική του ώρα. Είναι λογικό, η διανόηση σήμερα να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Διαφορετικά φοβάται πως θα χαθεί μαζί με την ψεύτικη εικόνα της». «Οι έλληνες διανοητές επιλέγουν το πεδίο της μικροκοσμικής ευθύνης του διπλανού. Όχι της ευθύνης συνολικά». Τελικά: «Η διανόηση είναι συνένοχη. Όχι μόνο πολιτικά, αλλά ποινικά. Ποιός καθηγητής Πανεπιστημίου να αντιταχθεί, ποιός μεγαλοσυνθέτης να κάνει αντίσταση, ποιός συγγραφέας να αποδώσει ευθύνη. Με το που θα το κάνει, θα βγουν στη δημοσιότητα τα πανεπιστημιακά κονδύλια που έπαιξε στο χρηματιστήριο, οι μη κυβερνητικές Οργανώσεις του που έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, οι επιδοτήσεις που πήρε για ένα βιβλίο που διάβασαν 200 άτομα». Το κορυφαίο σημείο του άρθρου Βαξεβάνη είναι το τέλος του. Κουτοπόνηρος, αποφασίζει να κρατήσει και μια «πισινή». Γράφει λοιπόν: «Η γενίκευση είναι φασισμός. Το να αποδίδεις αυτά τα χαρακτηριστικά σε όλη τη διανόηση είναι άδικο. Η υγιής διανόηση λοιπόν, ας αποφύγει τη γενίκευση. Ας αυτοεξαιρεθεί, βγαίνοντας μπροστά». Προσέξτε, αφού μόνος του χαρακτηρίζει, και αυτή είναι η μόνη του ορθή παρατήρηση, φασισμό το τσουβάλιασμα της «διανόησης» που έχει επιχειρήσει σε όλο το προηγούμενο άρθρο, λέει ουσιαστικά: Για το τσουβάλιασμα όμως είστε εσείς υπεύθυνοι, διότι εγώ δεν είδα κανένα σας να ξεχωρίζει! Με άλλα λόγια, "είσαστε όλοι ελέφαντες, και όποιος δεν είναι ελέφαντας ας το αποδείξει"! Η λογική του Βαξεβάνη είναι εντελώς ίδια με τη λογική του γνωστού «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» που δε βλέπει το διαχωρισμό των ανθρώπων που δουλεύουν στην ενημέρωση και επιχειρεί να τους τσουβαλιάσει όλους και να τους κάνει στόχο είτε είναι ο Ιός της «Εφημερίδας Συντακτών» είτε είναι ο Πάσχος Μανδραβέλης της Καθημερινής και οι Τρεμοπρετεντέρηδες. Η ιδέα είναι να από-πολιτικοποιηθεί η κριτική, να στραφεί κατά κοινωνικών ομάδων χωρίς διαφοροποιήσεις. Η από-πολιτικοποίηση εξυπηρετεί στον ευνουχισμό της οργής του κόσμου και στον προσανατολισμό της σε ακίνδυνα για το σύστημα κανάλια. Αλλά αυτή δεν είναι και η ουσία της τακτικής της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής; Και παρεμπιπτόντως, το άρθρο του επιδεικνύει ένα αφάνταστο σύμπλεγμα κατωτερότητας προς τους "μορφωμένους" και τη «διανόηση» συλλήβδην. Γι’ αυτό φτάνει στο σημείο να ζητήσει πιστοποιητικά από όσους διανοούμενους τυχόν δεν ανήκουν στη μισητή αυτή ομάδα, που έχει πλάσει με τη φαντασία του. Αλλά ποια είναι η πραγματικότητα όσο αφορά την Ελληνική διανόηση; Μετά τον εμφύλιο, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής διανόησης είχε λαϊκή καταγωγή ως αποτέλεσμα της πολιτικής ενσωμάτωσης των μικροαστικών και αγροτικών στρωμάτων που ακολούθησε η μονοπωλιακή αστική τάξη προκειμένου να οργανώσει τη συμμετοχή των μεσαίων στρωμάτων στον αστικό κοινωνικό σχηματισμό. Ένα σημαντικό μέρος της διανόησης αυτής συνέπλευσε με την αριστερά και το ΚΚΕ διατηρώντας ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Σταδιακά—η θέση μου εδώ έχει επαναδιατυπωθεί, αλλά απαιτεί εκτεταμένη τεκμηρίωση και θεμελίωση, επομένως είναι μια «εικασία»--ως αποτέλεσμα και της διπλής υπόστασης της αριστεράς (ΚΚΕ-ΕΔΑ), επήλθε όμως ρήξη των δεσμών της επαναστατικής διανόησης με την εργατική τάξη, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά του πρωτοπόρου κόμματός της, του ΚΚΕ, που κανονικά θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τη σύμφυση αυτών των δύο κοινωνικών οντοτήτων. Ο συλλογικός διανοούμενος, το κόμμα της εργατικής τάξης, που η ύπαρξή του θα εγγυόταν την αναπαραγωγή της επαναστατικής διανόησης, έπαψε να υπάρχει ως τέτοιος. Στις μέρες μας, στο χώρο της αριστερής διανόησης υπάρχει μια πολυπληθής μάζα που και σημαντικό έργο παράγει και συζητά με περισσότερη ζέση, ίσως, από κάθε άλλη φορά στην ιστορία του κινήματος. Όμως, η ανυπαρξία πρωτοπόρου κόμματος της εργατικής τάξης αφαιρεί από τις συζητήσεις τον οργανωμένο προσανατολισμό και την κόψη που θα είχαν διαφορετικά. Ταυτόχρονα, ριζοσπαστικές ή/και επαναστατικές απόψεις διαπερνούν και τους οργανωμένους χώρους αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας: πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, κ.λπ. Στις συνθήκες αυτές, στην ημερήσια διάταξη μπαίνει ο συνολικός προσανατολισμός της αριστερής διανόησης, ο συντονισμός της και η εκ νέου συνάντησή της, με σύγχρονους όρους, με την εργατική τάξη. Αυτό θα αποτελέσει κίνδυνο θάνατο για το αστικό καθεστώς, επειδή θα σημάνει την εκ νέου ανασυγκρότηση του επαναστατικού κόμματος. Από εδώ λοιπόν προκύπτει η τεράστια αξία χρήσης για την κυρίαρχη τάξη άρθρων που στρέφονται τυφλά και απολίτικα κατά της διανόησης, προσπαθώντας ουσιαστικά να καλλιεργήσουν το μίσος για «τους διανοούμενους» μέσα στον απλό λαό και τελικά να τορπιλίσουν τη προσέγγιση του επαναστατικού κομματιού της διανόησης με την εργατική τάξη. Οι προσπάθειες αυτές είναι ανάλογες με τη στοχοποίηση άλλων κοινωνικών ομάδων (π.χ. μετανάστες) και βρίσκουν κοινό σε πολιτικά απαίδευτα στρώματα που οργισμένα αναζητούν πού να ξεσπάσουν. Το άρθρο του Κ. Βαξεβάνη εντάσσεται καθαρά σε αυτή την αντιδραστική κατεύθυνση και μάλιστα έχει ανοιχτά φασιστικά χαρακτηριστικά, όπως αναλυτικά εξηγήσαμε. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Κ. Βαξεβάνης είναι «πράκτορας» ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Σημαίνει όμως ότι υπέκυψε, έστω και παρορμητικά, έστω και λόγω βαθύτερων δικών του συμπλεγμάτων, σε περιρρέουσες ιδέες βαθιά αντιδραστικές που τις εξέφρασε με τρόπο εναργή και ελκυστικό για τεράστιο μέρος «αγανακτισμένων» πλην απολίτικων πολιτών. Το άρθρο Βαξεβάνη σηματοδοτεί την είσοδό του σε επικίνδυνους δρόμους. Ας ελπίσουμε ότι το ταλέντο και το ένστικτό που αναντίρρητα διαθέτει θα τον κάνουν να συνέλθει. |