21 05 2022
Σήμερα δεν θα γράψω για τη ονομαστική μου γιορτή που πάντα σνόμπαρα και πιθανώς μισούσα, πάντως απεχθανόμουν και φυσικά, περίμενα. Καθώς όμως είναι μόνο δυο μέρες πριν τα γενέθλια μου, τα οποία ήθελα να είναι σημαντικά, να σημαίνουν κάτι – δεν ξέρω τι ακριβώς – όλο αυτό το τριήμερο, ήταν για μένα περίοδος χαρμολύπης, αγωνίας και πιο πολύ αδημονίας. Ναι! Αυτή είναι η σωστή λέξη με τη σωστή θερμοκρασία, αδημονία.
Να, όμως που δεν περίμενα με τίποτα πως θα γινόμουν εξήντα πέντε. Ένα τρομερό νούμερο όσον αφορά την ηλικία. Η είσοδος στη τρίτη και τελευταία ηλικία. Μάλλον θα έλεγα κατηγορία, αν επρόκειτο για ποδόσφαιρο σίγουρα, αμετάκλητα έπεσα στην τρίτη και τελευταία κατηγορία του πρωταθλήματος.
Το πρώτο σοκ το έπαθα πριν λίγες μέρες όταν πήγα να αγοράσω ένα εισιτήριο σε ένα θέατρο όπου παίζονταν ένα δημοφιλές έργο. Ο άνθρωπος στο ταμείο με ρώτησε αν ήμουν άνω των 65, διότι υπήρχε έκπτωση. Του είπα πως όχι, όχι ακόμα, αλλα θα ερχόμουν την άλλη εβδομάδα να μου βγάλει με έκπτωση, ορίστε η ταυτότητα, είπα. Μετά φρίκαρα λίγο, μετά περισσότερο, και ναμαι, εδώ ενώπιων μου, να μη μπορώ να πω τίποτα, αν και νόμιζα πως είχα να πω πολλά, αλλά τελικά διαπιστώνω, τίποτα που να αξίζει το κόπο να χαλάσει την ώρα του ένας υγιής θνητός που έχει ακόμα γερές στύσεις το πρωί, κάθε πρωί.
Πήρα το στυλό και το τετράδιο μου και αποφάσισα πως σήμερα ανήμερα της γιορτής μου, δεν θα γράψω για τη γιορτή ή για τα γενέθλια μου, και δεν θα τσαλαβουτήσω στη μελαγχολική ενατένιση της ζωής που πέρασε ή που δεν έζησα, και δεν θα πω τίποτα για τον γενέθλιο τόπο που συχνά ονειρεύομαι, το σπίτι, τη θάλασσα, τους γονείς. Για τη μνήμη μου που ξεθωριάζει μέσα σε ένα θάμπωμα, σαν χοντρό γυαλί αργασμένο απ` τη θάλασσα, που έχασε τη γυαλάδα του και γίνεται πέτρωμα.
Ταυτόχρονα, ενώ γράφω, μπορώ να δω ένα τραπέζιο φωτός να διαγράφεται πάνω στα γκριζωπά πλακάκια της βεράντας μου, καθώς ο ηλιος πλαγιάζει προς τη δύση του, αρκετά δυνατός για να ρίχνει ακόμα ζεστό φως πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι με το ντενεκεδένιο γλαστράκι, με το πράσινο παχύφυλλο. Οι σκιές από το τραπέζι και το περβάζι του μπαλκονιού, αφήνουν αυτό το φωτεινό κομμάτι, που όσο γράφω έχει αλλάξει σε ένα σκαληνό τρίγωνο. Το φως γλυκαίνει καθώς η δύση το αδυνατίζει και αυτό ήρεμα και στωικά, υποχωρεί, αντιστέκεται λίγο με τη γνώση πως αύριο και μεθαύριο και ίσως στον αιώνα τον άπαντα, θα είναι εκεί, τέτοια ώρα ή περίπου, μια φωτεινή απαύγεια που γλιστρά, αλλάζει σχήματα, φιλάει τα ασήμαντα πλακάκια και τους δίνει, ζωή, χρώμα και νόημα.
Ανεπαίσθητα όλα αυτά τα αντικείμενα του μπαλκονιού μέσα από τις φωτοσκιάσεις κάτι λένε σε γλώσσες, που καθώς βαδίζω στο κατήφορο, αποκρυπτογραφώ, μαθαίνω και ίσως, εκεί στο τέλος, μπορέσω να μιλήσω μαζί τους.
Κ.Β. 21.05.2022
artifact on top by Patrick Rocha.