Bell
Τοκ-τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
Είπα από μέσα μου. «Μην πανικοβληθείς, όχι εδώ, όχι τώρα!». Αμέσως σκέφτηκα πως αυτό δεν ήταν το χειρότερο που μου συνέβαινε. Έπρεπε να αντιμετωπίσω έναν άμεσο κίνδυνο. Ήταν η μάσκα που μου γαργαλούσε τη μύτη, με φαγούριζε το ρουθούνι. Δεν τολμούσα να κουνήσω το αριστερό χέρι, το άλλο ούτε συζήτηση, είχε τον καθετήρα με το σκιαγραφικό. Αδύνατον να αντέξω αυτό το μαρτύριο ακίνητος, έπρεπε να χαλαρώσω τη μάσκα. Περίμενα.
Τοκ- τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
Σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια και αργά έσυρα το αριστερό χέρι απαλά προς τα πάνω, έφτασα τη μύτη μου, την έξυσα, χαλάρωσα τη μάσκα και το επέστρεψα στη θέση του. Ανακούφιση. Περίμενα.
Τοκ-τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
Έκλεισα τα μάτια. Ήταν το ίδιο σαν να τα είχα ανοιχτά. Μέσα στο κουβούκλιο του μαγνητικού τομογράφου επικρατούσε μια χλωμή, πλαστική λευκότητα. Με διαπερνούσε, είχε εγκατασταθεί κάτω από τα βλέφαρά μου. Τα έκλεισα πιο δυνατά, ερμητικά. Καλύτερα, όχι τελείως σκοτεινά, αλλά σίγουρα πιο καλά. Το τέρας ξανάρχισε να κόβει φέτες το κεφάλι μου… προσπάθησα να βυθιστώ…
Τοκ-τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
**
Χθες απόγευμα, μετά το γραφείο, βγαίνω για λίγο jogging. Το σύνηθες μυρμήγκιασμα στον αριστερό αυχένα έχει επεκταθεί προς το αριστερό μάγουλο, όχι έντονο, αλλά ενοχλητικό. Σταματώ το τρέξιμο, παίρνω καπουτσίνο στο χέρι και γυρίζω σπίτι. Το μυρμήγκιασμα σταδιακά υποχωρεί ή το ξεχνάω κάνοντας κάτι άλλο…
**
Τοκ-τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
«Τι μαλάκας!» Ξεφωνίζω από μέσα μου για να σκεπάσω το θόρυβο από τον μαγνήτη. «Εμβοές στα αυτιά, μυρμηγκιάσματα, μουδιάσματα, ρε φίλε, το μόνο που δεν σκέφτηκες ήταν να πάρεις τον γιατρό σου, μιλάς κάθε μέρα μαζί του, είναι φίλος, αλλά εσύ τίποτα, είσαι απίστευτος…»
Προσπαθώ να τσακωθώ με τον εαυτό μου, να μην ακούω τον τομογράφο, αλλά δεν τα καταφέρνω. Σε ένα γωνιακό κρυφό μπαλκονάκι κάπου πίσω από τα σφαλιστά μάτια μου, βλέπω τους δυο γέρους του Muppet Show, να με κοιτάνε.
«Μα, τι στωικότητα, ποιος θα το περίμενε απ` τον τύπο», λέει ο ένας.
«Χα, έχει φρικάρει τόσο που έχει γίνει φυτό», απαντά ο άλλος.
«Αλοιφή!».
«Όχι, φυτίνη! Χα,χα,χα…».
Σκάνε από τα γέλια. Όμως ομολογώ πως με έχω εντυπωσιάσει, ένα γυάλινο μάτι που κάπου ήταν κρυμμένο με παρατηρεί με θαυμασμό. Είμαι υπερβολικά στωικός, ήρεμος, πειθαρχημένος και καθόλου φρικαρισμένος. Ή τελείως.
Τοκ-τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
**
Είχα ξυπνήσει πριν την ώρα μου, πολύ πρωί, από μια πικράδα στο στόμα και αναρωτήθηκα ποια ήταν η άγνωστη που κοιμόταν δίπλα μου. Σηκώθηκα για να πάω στο μπάνιο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ δεν πήγαινα καλά.
Άναψα το φως, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και μου κόπηκε η ανάσα.
Το μισό πρόσωπο είχε μπατάρει, το στόμα είχε φύγει προς τα κάτω, το αριστερό μάτι πεσμένο. Δοκίμασα μια γκριμάτσα. Το μισό αριστερό πρόσωπο παγωμένο, παράλυτο. Έβαλα να πιω νερό, μου χύθηκε σχεδόν όλο.
«Την έβαψες», μου είπα. «Γαμήθηκα. Είναι εγκεφαλικό!» Άρχισα να δοκιμάζω διάφορα, ισορροπία, κινήσεις, τέτοια. Ήταν εντάξει. «Κάτι είναι κι αυτό, δόξα τω θεώ, δεν έχω παραλύσει, όχι ακόμα γαμώτο».
Για κάποιον ακατανόητο λόγο ένιωσα μια δυνατή ησυχία μέσα μου, σαν να μούδιασε κάποιο αόρατο ψυχικό μεδούλι. Γύρισα στο κρεβάτι και ξαναξάπλωσα, πιστεύοντας ότι αν κοιμηθώ έναν ωραίο πρωινό ύπνο, όλα θα έφτιαχναν και θα ξυπνούσα με ολόκληρο το πρόσωπό μου καλά. Έκανα λάθος.
**
Τοκ-τοκ-τοκ, τάκα-τάκα, τοκ-τοκ-τοκ, σβιιιν…
Πόση ώρα είμαι εδώ μέσα στο μηχάνημα, αναρωτήθηκα. Φαίνεται να μην τελειώνει ποτέ…
**
«Έλα εδώ να σου δείξω», μου λέει ο Βαγγέλης, ο γιατρός μου. Μου δείχνει στην οθόνη του υπολογιστή τη μαγνητική εγκέφαλου. Μαύρες φέτες με άσπρες πιτσιλιές περιστρέφονται σαν πατικωμένα, δισδιάστατα φαντάσματα.
«Τι βλέπεις;» ρωτάω.
«Τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα στα αυτιά σου, τζάμπα εξετάσεις κάνεις, υπάρχει μόνο κενό».
Τον κοιτάζω, περιμένω στωικά. Σοβαρεύει.
Μου εξηγεί πώς μια φλεγμονή στο προσωπικό αριστερό νεύρο έχει προκαλέσει την παράλυση. Γι` αυτό είμαι σαν Τζόκερ κατά το ήμισυ, όπως στην ταινία. Δεν υπάρχει το παραμικρό παθολογικό εύρημα στον εγκέφαλο. Δεν είναι εγκεφαλικό, λέγεται παράλυση ή πάρεση Bell. Παλιά το λέγανε ψύξη. Θα πάρω κορτιζόνη και θα επανέρθει μόνο του σε δυο, το πολύ τρεις μήνες.
Νιώθω να ανασαίνω για πρώτη φορά από το πρωί που ξύπνησα έτσι.
Φεύγουμε.
Η γυναίκα μου οδηγεί και εγώ έχω αγκαλιά το φάκελο με την τομογραφία στα γόνατα. Είμαστε χαρούμενοι τόσο, που δεν μπορούμε να μιλήσουμε.-
Κ.Β.
19.01.2022