ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΣΑ
Ξέρω ένα νέο παλικαράκι, από την παλιά μου γειτονιά, ανήσυχο και σβέλτο, παράτησε τις σπουδές του δίχως να τις τελειώσει. Έγινε κλέφτης και έκανε ζόρικους φίλους. Μια μέρα έκλεψε ένα μαγαζί κι έκανε γερή «μπάζα». Ήταν στην αρχή ενός ανήσυχου, ζεστού καλοκαιριού και το έσκασε στα νησιά. Εκεί γνώρισε ένα λαμπερό, όμορφο κορίτσι από μια ξένη, κρύα χώρα. Μαζί άρχισαν να ζουν μια πλούσια και ελεύθερη ζωή. Ταξίδευαν όλο το καλοκαίρι, χωρίς ανάσα, σε όλα τα νησιά του αρχιπελάγους, σε ξέφρενα πάρτι, χωρίς να λογαριάζουν χρήμα και χρόνο.
Μια μέρα τα χρήματα σώθηκαν. Τότε αυτός της είπε, όλα αυτά ήταν κλεμμένα, όμως εγώ σε αγαπώ. Εκείνη είπε, τι περίεργο,κοίτα να δεις και εγώ σε αγαπώ.
Μπήκαν σε ένα πλοίο, ταξίδεψαν κατάστρωμα και γύρισαν στη πρωτεύουσα. Μαζί και οι δυό άρχισαν τις κλοπές και τις ληστείες. Μέχρι που οι μπάτσοι τους έπιασαν και μπήκαν φυλακή.
Αυτός της μήνυσε πως, όπως και ναχει το πράγμα, την αγαπούσε και θα την αγαπούσε για πάντα. Αυτή απάντησε πως τον αγαπούσε επίσης, πιο πολύ από ποτέ, και ίσως για πάντα.
ΓΙΑ ΤΗΝ Jean
Κ.Β. 12.09.2020