Γκούσταβ Γιάνους
Είχα ξεχάσει τον Γουσταύο Γιάνους. Τώρα κάθεται δίπλα μου, το ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΦΚΑ εκδόσεις Κέδρος, 1978. Είναι ένα σαφρακιασμένο, ταλαίπωρο βιβλιαράκι, αλιευμένο μέσα από το σπίτι της γιαγιάς μου, ξεχασμένο. Άραγε κάποτε το είχα διαβάσει; (Το όνομα του συγγραφέα, Γουσταύο Γιάνους, δεν μου θυμίζει τίποτα). Το είχα αρχίσει και το παράτησα; Κάπως απίθανο… τότε δεν έκανα τέτοια ατοπήματα, διάβαζα ψυχαναγκαστικά, σαν φοιτητής επί πτυχίω, έπρεπε να τελειώσω ότι έπεφτε στα χέρια μου ή στα μάτια μου (αν ηταν ταινία). Μάλλον απλά ξεχάστηκε.
Τώρα, το νοτιοδυτικό αεράκι που μου φέρνει το πρωτοφθινόπωρο, γυρίζει επίμονα τις σελίδες του βιβλίου, ενώ χασομερώ με το κινητό. Είναι σαν αυτό το γατί, επίσης σαφρακιασμένο, ακαθόριστου σκούρου χρώματος, που εμφανίστηκε από το πουθενά, μισό μέτρο από την γάμπα μου και δεν σταμάτησε να νιαουρίζει μέχρι που σηκώθηκα και του `βαλα να φάει. Χρειάστηκε να κάνω το ίδιο με το βιβλίο του Γκούσταβ Γιάνους…
Σύγχρονος, νεότερος του Κάφκα, ήταν κάπως φίλοι. Ο Φραντς Κάφκα δούλευε στην ασφαλιστική εταιρεία του πατέρα Γιάνους. Κάποιες αφηγήσεις του είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είτε λόγω Κάφκα είτε λόγω Πράγας εκείνης της εποχής. Κάποιες είναι βαρετές, αλλα δεν με νοιάζει, ξέρω ότι δεν θα το διαβάσω όλο, πηδάω μερικές διηγήσεις ούτως η άλλως χωρίς καμιά ενοχή.
Προσπαθώ να φανταστώ αυτόν το Γουσταύο, δεν θέλω να τον ψάξω στο ιντερνέτ, όχι, με ξενερώνει, με απωθεί ακόμα και η ιδέα. Σίγουρα ένας Γουσταύος Γιάνους θα`χε πουκάμισο με ψηλό σκληρό κολάρο, κουστούμι, γραβάτα και μουστάκια περιποιημένα, απ` αυτά τα φουντωτά που γυρίζουν προς τα κάτω σαν του Νίτσε ή του λόρδου Κίτσινερ (αυτόν τον έχω ψάξει στο νετ).
Το αεράκι πέφτει όσο νυχτώνει, η νοτιά ηρεμεί μετά τη χθεσινή φουρτούνα, που μάζεψε όλο το χαλίκι από τη παραλία, ξήλωσε τη ξύλινη σκαλίτσα του κ. Γιάννη από δίπλα. Σήμερα, βοήθησα να την επανατοποθετήσει, φτυαρίζοντας χαλίκι για να τη στερεώσει για να ανεβοκατεβαίνουν οι λίγοι εναπομείναντες τουρίστες, απ`το ξενοδοχείο στη θάλασσα.
Σίγουρα ο Γουσταύος μου, δεν θα μπορούσε να φανταστεί την εικόνα στη παραλία μας, με το βότσαλο και την ανεμοδαρμένη θολή θάλασσα και δυο άντρες, έναν ηλικιωμένο, τον κ. Γιάννη κι έναν μεσόκοπο, χοντρό, με φανέλα τιραντάκι να φτυαρίζει, ξεφυσώντας χαρμόσυνα αμμοχάλικο κάτω από έναν θολό, υγρό ακόμη ήλιο. Αλλα μπορεί και όχι. Αυτός ο συγκεκριμένος Γουσταύος να ήταν πολυταξιδεμένος... Ίσως να μπαΐλντισε στη μελαγχολική, καφκική Πράγα και να άρχισε να κόβει βόλτες στη Μεσόγειο. Ίσως να ήρθε να κολυμπήσει στο Αιγαίο, σε κάποιο νησί μας…
Ποιος ξέρει… Στο αυτί του βιβλίου γραφεί πως πέθανε το 1968. Όλα είναι πιθανά.
Κ.Β.
Ποτοκάκι 27.09.2020
Μίλησα με τον Κάφκα για τον λοιμό και την αθλιότητα των εργατών στα Μεταλλευτικά Όρη, που τα είχα διασχίσει το 1919 με τον αδελφό μου, υπάλληλο στους σιδηροδρόμους στο Ομπεργκεοργκένταλ. Έκλεισα τη διήγηση μου λέγοντας:
- Εμπόριο και βιομηχανία, υγεία και διατροφή τίποτα, τίποτα δεν λειτουργεί σωστά. Ζούμε σε ένα κόσμο χαλασμένο!
Όμως ο Κάφκα δεν συμφωνούσε. Μάζεψε το κάτω χείλι, το πιπίλισε λίγο με τα δόντια του, ύστερα με σταθερή φωνή είπε:
- Δεν είναι αλήθεια. Αν καθετί έχει χαλάσει, θα είχαμε ταυτόχρονα φτάσει στην αφετηρία μιας καινούργιας πιθανής εξέλιξης. Αλλα δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί. Ο δρόμος που μας έχει φέρει ως εδώ εξαφανίστηκε και μαζί του εξαφανίστηκαν όλες οι προοπτικές που ως τώρα μας ηταν κοινές. Δεν ζούμε παρά μια μεγάλη πτώση χωρίς ελπίδα. Κοιτάξτε από το παράθυρο, θα δείτε πως πάει ο κόσμος. Που τρέχουν οι άνθρωποι; τι θέλουν; δεν διακρίνουμε την αλληλουχία των πραγμάτων που θα τους έδινε ένα νόημα υπερπροσωπικό. Παρ` όλο το γενικό θόρυβο κάθε άνθρωπος είναι μουγκός και απομονωμένος στον εαυτό του. Η δόμηση των αξιών του κόσμου και των αξιών του εγώ δεν λειτουργούν πια όπως πρέπει. Δεν ζούμε σε ένα κόσμο χαλασμένο, ζούμε σε ένα κόσμο ξεχαρβαλωμένο. Όλα τρίζουν και χτυπάνε σαν αρματωσιά εύθρυπτου άρμενου. Η αθλιότητα που είδατε με τον αδελφό σας δεν παρά η επιφανειακή εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης απελπισίας.
Ο Δρ Κάφκα με κοίταζε μ` ένα ύφος πολύ νοιασμενο, σαν να με ρωταγε αν τον καταλαβαίνω. Βιάστηκα λοιπόν ν` αντιδράσω τουλάχιστο με μια ερώτηση.
- Θέλετε να πείτε για την κοινωνική αδικία;
Αλλα το πρόσωπο του Κάφκα έγινε σκληρό και αδιαπέραστο. Είπε:
- Θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν πια δίκαιοι. Όλοι είμαστε μέσα σε αυτό, το νοιώθουμε. Πολλοί μάλιστα το ξέρουν.. κάνεις όμως δεν θέλει να το παραδεχτεί, ότι δεν ζούμε πια σαν δίκαιοι άνθρωποι. Να γιατί βρίσκουμε δικαιολογίες. Μιλάμε για αδικία, κοινωνική, ψυχική, εθνική, και αλλα ακόμη, με μοναδικό σκοπό να ωραιοποιήσουμε την ένοχη μας, τη δική μας ενοχή… Όμως, μια δικαιοσύνη που τη φυλάμε για μόνο εσωτερική και προσωπική χρήση, είναι κανόνας βίας και αδικίας. Και ο ορος της αδικίας της κοινωνικής δεν είναι παρά μια από τις πολλές μανούβρες για καμουφλάρισμα.
Κούνησα το κεφάλι μου.
- Όχι κύριε δεν σας παρακολουθώ. Εγώ είδα την αθλιότητα σε αυτήν τη εργατική περιοχή. Τα εργοστάσια…
Ο Κάφκα με διέκοψε:
- Τα εργοστάσια δεν είναι παρά τα όργανα που χρησιμεύουν να αυξάνει το χρηματικό κέρδος. Σε αυτή την υπόθεση παίζουμε όλοι δευτερεύοντα ρόλο. Το πιο σημαντικό είναι το χρήμα και η μηχανή. Το ανθρώπινο ον δεν παρά ένα εργαλείο περασμένης μόδας που χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου, εν α ενθύμιο της ιστορίας, του όποιου πολύ γρήγορα τις δυνατότητες, ανεπαρκείς για τα ματιά της επιστήμης, θα αντικατασταθούν από ρομπότ που θα σκάφτονται αλάνθαστα.
Αναστέναξα αποδοκιμαστικά:
- Α, ναι είναι ένα όνειρο που αρέσει στον H.G.WELLS.
- Oχι, είπε τότε ο Κάφκα με σκληρή φωνή, δεν είναι ουτοπία, είναι απλώς το μέλλον, που έχει αρχίσει να μεγαλώνει κάτω από την μύτη μας.
Σελ. 108-110