Το ζήτημα της «ποντιακής γενοκτονίας»
Πριν μερικούς μήνες, με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, επανήλθε στη δημοσιότητα το ζήτημα της γενοκτονίας. Κοινός τόπος στον δημόσιο λόγο –τότε– η υπεράσπιση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και δευτερευόντως της Μικράς Ασίας απέναντι σε όσους αμφισβητούν τη γενοκτονία. Εντέλει, αυτό που φαίνεται να είχε σημασία ήταν ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά απέναντι στους «εσωτερικούς και τους εξωτερικούς εχθρούς του ελληνισμού» για να καρπωθεί τα σχετικά οφέλη. Το ζήτημα όμως είναι πολύ πιο σημαντικό από τις κορόνες υπέρ της γενοκτονίας και το κυνήγι των αντιπάλων εντός και εκτός Βουλής.
Αποδυναμώνεται η απαξία της γενοκτονίας
Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να ξεκαθαριστούν μερικά σημεία:
Α. Η γενοκτονία αποτελεί έναν κατεξοχήν νομικό και όχι ιστορικό όρο, που δημιουργήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε από πολιτικούς επιστήμονες και σε έναν βαθμό από ιστορικούς.
Β. Ο ορισμός της γενοκτονίας αφήνει τεράστια περιθώρια ερμηνείας, παρά τη φειδώ με την οποία τα αρμόδια διεθνή όργανα χαρακτηρίζουν «εθνικές εκκαθαρίσεις», σφαγές και ό,τι άλλο σαν τέτοιες. Αυτές οι δυσλειτουργίες είναι εμφανείς ακόμη και στις μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών διεθνείς αποφάσεις περί γενοκτονίας: Γενοκτονία είναι και το Ολοκαύτωμα με εκατομμύρια νεκρούς, πράξη γενοκτονίας και η σφαγή των Μουσουλμάνων (Βόσνιων) της Σρεμπρένιτσα με σαφώς λιγότερο από 10 χιλιάδες θύματα, μεταξύ των οποίων μάλιστα αμφισβητείται η μεγάλη αναλογία των αμάχων σε αυτούς.
Γ. Η διεθνής κοινότητα έχει απόσχει από το να ασχοληθεί όχι μόνο με πολιτικές εκκαθαρίσεις και σφαγές, όπως για παράδειγμα στην Ινδονησία, αλλά και με ό,τι θα μπορούσε, στην ίδια χώρα για παράδειγμα, να χαρακτηριστεί γενοκτονία όπως τα πογκρόμ ή οι σφαγές των κινέζικων κοινοτήτων που συνεχίστηκαν μέχρι και τη δεκαετία του 2000. Οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου προφανείς, και τα πολιτικά κίνητρα για το τι χαρακτηρίζεται γενοκτονία και τι όχι επίσης δεν είναι προφανή.
Δ. Παρά τις δαιδαλώδεις πολιτικές διαδρομές και τις μάχες διεθνών συσχετισμών που ενέχει η αναγνώριση μιας γενοκτονίας από τα διεθνή όργανα και ιδίως τον Ο.Η.Ε., τα εθνικά κοινοβούλια φαίνεται ότι εδώ και κάποια χρόνια μπήκαν στον χορό της αναγνώρισης γενοκτονιών, είτε αυτές αφορούν «ομοεθνείς» πληθυσμούς τους (όπως η Ελλάδα και η Αλβανία) είτε άλλους. Για παράδειγμα, η τελευταία αναγνώριση αφορά τη «Γενοκτονία» των Κούρδων του Ιράκ επί Σαντάμ....Αυτό το γαϊτανάκι μπορεί να είναι ατελείωτο και εντέλει, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες, αποδυναμώνει την απαξία της γενοκτονίας σύμφωνα με όσα επιδίωκαν αυτοί που τη θέσπισαν.
Ε. Ο καθένας τελικά μπορεί να ονομάσει λίγο-πολύ γενοκτονία ότι θέλει. Αρκεί μια ματιά στο διαδίκτυο για να καταλάβει κανείς ότι ένας όρος με νομική αρχικά σημασία επιστρατεύεται ως ιστορικός για να κατανοηθούν και κατηγοριοποιηθούν μέχρι και περιγραφές της Αγίας Γραφής!
... οι τάσεις γενίκευσης δεν αφορούν μόνο στρατεύσεις ή πολιτικές επιδιώξεις, αλλά και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά.... Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα ήταν παράξενο οποιαδήποτε πολιτική ενός κράτους απέναντι σε μια μειονότητα ή μια γλωσσική π.χ. ομάδα, να χαρακτηρίζεται γενοκτονία και από μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας....
Στη λογική αυτή κάθε έθνος, ή αν θέλετε λαός, της Ευρώπης έχει διαπράξει αρκετές γενοκτονίες και έχει υποστεί άλλες τόσες. Μάλιστα, επειδή η ελληνική εθνική αφήγηση θεωρεί το ελληνικό έθνος πανάρχαιο και όχι όπως τα άλλα δημιούργημα της νεωτερικότητας, αυτό έχει… και διαπράξει και υποστεί πολύς περισσότερες γενοκτονίες.!
Το ζήτημα της «ποντιακής γενοκτονίας»
Δύο είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με τις σφαγές και τις εκκαθαρίσεις στον Πόντο.Το πρώτο αφορά το τι πραγματικά έγινε και αν συνιστά γενοκτονία, το δεύτερο, και σημαντικότερο, ποια είναι η χρήση της αναγνώρισης και του δημόσιου λόγου περί γενοκτονίας.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, σύμφωνα με όσα περιγράψαμε παραπάνω, προφανώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από οποιονδήποτε γενοκτονία οι εκκαθαρίσεις στον Πόντο, όπως βέβαια και σε κάποιες άλλες περιοχές που ζούσε ελληνορθόδοξος πληθυσμός. Ακόμη περισσότερο, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που ομοίαζαν ή και επισκίαζαν αυτήν της Σρεμπρένιτσα, δηλαδή εν ψυχρώ σφαγή αμάχων.Με αυτή την έννοια στον Πόντο και γενοκτονία συντελέστηκε και πράξεις γενοκτονίας, οι οποίες αυξάνονται αν συμπεριλάβουμε κάποιες περιπτώσεις από τα τάγματα εργασίας.
Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παραδοχή: τη γενοκτονία (θέλουμε να) αντιλαμβανόμαστε όχι με την όποια πολιτική ή νομική ή έστω ιστορική της σημασία, αλλά ως μια σημαντική, μαζική και συστηματική εξόντωση ανθρώπων μιας ομάδας. Αυτή η σημαντική απαξία της λέξης, και κατ’ επέκταση των πράξεων, είναι που οδηγεί στην όλο και ευρύτερη υιοθέτηση του όρου: η συμβολική ανάδειξη του γεγονότος: αυτό είναι που επιδιώκεται μέσα από την αναγνώριση από τη Βουλή, και μάλιστα όχι της ίδιας της γενοκτονίας, αλλά ημέρας μνήμης γι’ αυτήν.
Η συζήτηση λοιπόν στην Ελλάδα διολισθαίνει στην παραδοχή που ανέφερα παραπάνω, στη βαρύτητα: πόσο «βαριά» σταθμίζουμε το τι έγινε στον Πόντο στις αντιλήψεις των Ελλήνων για την πιθανή σημασία που έχει η εμπέδωση της γενοκτονίας στο εξωτερικό. Έτσι η συζήτηση φεύγει από την ιστορία και περνά σε μια συγκριτική παρουσίαση της βαρύτητάς της στον πληθυσμό. Σκοπός είναι να θεωρηθεί ότι έγινε κάτι «ισάξιο» με αυτό των Αρμενίων. Έχει λοιπόν σημασία να πούμε τι μας λέει μέχρι τώρα η –φτωχή όντως– ιστορική έρευνα; Μπορούμε να την ακούσουμε;
Αν απαντηθούν καταφατικά τα παραπάνω ερωτήματα, τότε πράγματι ξέρουμε με αρκετή βεβαιότητα ότι οι εκκαθαρίσεις στον Πόντο δεν είχαν τη διάρκεια, την ένταση και την ευρύτητα σε χώρο-τόπο και τρόπους που είχαν αυτές των Αρμενίων. Οι περισσότερες σφαγές αμάχων έγιναν στον Δυτικό Πόντο, όπου υπήρχε και αντάρτικο, ενώ οι απώλειες σε ζωές στα τάγματα εργασίας διέφεραν, και εδώ, ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο, ακόμη και με τους επικεφαλής. Με αφετηρία τα παραπάνω, δηλαδή τη θεώρηση της «βαρύτητας» και τη σύγκριση με τους Αρμένιους, δεν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο και παράλληλα βέβαια στη Μικρά Ασία. Είναι προφανές ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια λαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και την εθνική, βασισμένες είτε σε πραγματικές μαρτυρίες είτε σε κατασκευές αλλά ακόμη και μυθεύματα. Έχει δημιουργηθεί μια ψευδοεπιστημονική βιβλιογραφία, στην οποία μετέχουν και κάποια μέλη της κοινότητας των ιστορικών, που πολλές φορές αποδέχονται στοιχειωδώς χαλκευμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα αυτά του πληθυσμού στον Πόντο19 πριν από τις εκκαθαρίσεις και των θυμάτων τους, ή που δυστυχώς κατασκευάζουν άλλα, όπως των υποτιθέμενων «κρυπτοχριστιανών» που έμειναν πίσω.
Είναι αλήθεια ότι οι Αρμένιοι της «διασποράς» ήταν αυτοί που επανέφεραν με επιτυχία τον όρο γενοκτονία και δραστηριοποιήθηκαν στην καθιέρωσή του τη δεκαετία του 1970,22 συνδέοντας έτσι τον όρο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία. Στη συνέχεια, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε μια νέα κατάσταση: τη δημιουργία του όρου εθνοκάθαρση, και την αναζωπύρωση της χρήσης του όρου γενοκτονία, σε νομικό επίπεδο αλλά και στις επιστήμες του ανθρώπου γενικά.
Συμπερασματικά, το αν συντελέστηκε γενοκτονία στον Πόντο είναι ένα ερώτημα όχι ιστορικό αλλά πολιτικό, και συνεπώς ανάλογα πρέπει να εξετασθεί. Βέβαια με αυτόν τον τρόπο, αναπόφευκτα, δικαστές και πολιτικοί αναλαμβάνουν τον ρόλο του ιστορικού...
Η χρήση της γενοκτονίας
...το δεύτερο και σημαντικότερο ζήτημα, ειναι αυτό της χρήσης της γενοκτονίας. Εδώ,... δεν πρόκειται απλώς για μια εθνικιστική πολιτική και ρητορική και μια απαξίωση του κατεξοχήν «άλλου» του Τούρκου, ή ακόμη για την οριοθέτηση της εθνικής κοινότητας. Θεωρώ ότι αφορά ένα ευρύτερο «πακέτο» που σχετίζεται με την είσοδο των, όντως παραγνωρισμένων, Ποντίων στην εθνική αφήγηση.
Για διάφορους λόγους, στους οποίους πρέπει να συμπεριλάβουμε τη σημαντική γλωσσική και πολιτισμική απόκλιση των Ποντίων από την ελληνική νόρμα, τη χαμηλή τους εκπαίδευση σε σχέση με άλλες ομάδες, ακόμη και προσφυγικές, αλλά και τη συμμετοχή τους σε άλλα (υπερ)εθνικά σχήματα, δηλαδή της Ρωσίας/Σοβιετικής Ένωσης, οι Πόντιοι, όπως άλλωστε κάθε άλλη έντονα διακριτή ομάδα, απείχαν από την εθνική αφήγηση. Την αποκατάστασή τους ανέλαβε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που ανέπτυξε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 προνομιακές σχέσεις με σημαντικά τμήματα της κοινότητας, περισσότερο τα «εαμογενή». Αυτό σε συνδυασμό με την αντιτουρκική πολιτική της δεκαετίας του ’80 επιφύλασσε μια ιδιαίτερη θέση στους Ποντίους. Για πρώτη φορά ο ποντιακός πολιτισμός βγαίνει από το επίπεδο του χωριού ή της συνοικίας και εμφανίζεται στον «εθνικό» δημόσιο χώρο. Για πρώτη επίσης φορά το πολιτικό σύστημα «εμπλουτίζεται» με Πόντιους, όπως για παράδειγμα με τη μαζική εκλογή Πόντιων βουλευτών στη Βόρεια Ελλάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Πόντιοι αποκτούν μια ιδιαίτερη θέση στην εθνική μυθολογία. Τη θέση της πολιτισμένης, εκλεπτυσμένης και μορφωμένης ομάδας την είχαν καταλάβει οι Μικρασιάτες όπως άλλωστε και της τεράστιας προσφοράς στην οικονομία της χώρας.
Οι Πόντιοι κατέλαβαν τόσο τον ρόλο του par excellence θύματος όσο όμως και του ηρωικού πληθυσμού. Στη διαδικασία αυτή ενεπλάκησαν οι «απαντήσεις» της Ελλάδας στις τουρκικές πολιτικές: η ανακάλυψη των «κρυπτοχριστιανών» και των ποντιόφωνων της Τουρκίας, και η άσκηση αφανών πολιτικών απέναντι στους δεύτερους, καθώς οι πρώτοι δεν αποτελούν παρά μια ελληνική κατασκευή, γοητευτική βέβαια, άρα και εύκολα μεταδόσιμη.
Από την καθιέρωση της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας, που άλλωστε προτάθηκε από τη μεριά του ΠΑ.ΣΟ.Κ., μέχρι την προσθήκη της ποντιακής φορεσιάς στην προεδρική φρουρά, βλέπουμε ένα συνεχές στην αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία επένδυσης στο ποντιακό, όπου από πολιτικούς, τοπικούς παράγοντες και ακαδημαϊκούς μέχρι γυμναστές/χορογράφους και… εταιρείες τροφοδοσίας αναπαρήγαγαν –και οικονομικά– το ίδιο το ζήτημα αλλά και τον ρόλο του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. ... όλα αυτά τα είχαν ήδη εγκολπωθεί και τα διαχειρίζονταν, όχι μόνο οι εργολάβοι του ποντιακού, αλλά όλοι οι αντιτιθέμενοι στους «γραικύλους» από τον Καραμπελιά και τον Καλεντερίδη μέχρι τον Χριστόδουλο και τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, δηλαδή είχε ήδη διαχυθεί το ζήτημα στην Ακροδεξιά, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα,αλλά όχι μόνο.
Η γενοκτονία δηλαδή αποτελεί μια αναφορά, που ναι μεν ωφέλησε την κοινότητα καθώς αναπροσάρμοσε τη θέση της στην ιεραρχία του εθνικού φαντασιακού, αλλά άνοιξε τον δρόμο για την άσκηση ενός εθνικιστικού, αν όχι λανθάνοντα, αλυτρωτικού λόγου, και ανάλογων επενδύσεων πολιτικού κεφαλαίου σε αυτόν.
...τέλος, η δεκαετία του ’90 επιφύλαξε έναν ακόμη σημαντικό ρόλο στους Πόντιους: αυτού του προστάτη της Μακεδονίας, των «Ακριτών». Την εποχή του Μακεδονικού λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία η ανάδειξη του σχήματος ήρωες/θύματα για τους Πόντιους. Συνιστούν την πληθυσμιακή ομάδα που, πλέον, «αναλαμβάνει» την υπεράσπιση της Μακεδονίας από όσους την επιβουλεύονται. Και μάλιστα πλέον δεν είναι (μόνο) Πόντιοι αλλά Μακεδόνες. Οι Πόντιοι αποκτούν τοπικότητα-«μακεδονικότητα» μαζί με την προσφυγικότητα, αναγορεύονται στον κατεξοχήν εκφραστή του μακεδονισμού. Αφενός απορροφούν κάθε άλλη προσφυγική ομάδα –είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον αρκετοί Μικρασιάτες αρέσκονται στο να αυτοαποκαλούνται Πόντιοι– αλλά και επισκιάζουν τους «ντόπιους», ακόμη και αυτούς με ελληνόφωνο υπόβαθρο. Ο ποντιακός πολιτισμός γίνεται πλέον ο (μοναδικός) πολιτισμος
Καταλήγοντας, η αναγνώριση της «Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας» έχει επιτελέσει ήδη μια σειρά λειτουργιών. Μία όμως από τις λειτουργίες που αποτελούσε στόχο, αυτή της ανάδειξης σε ένα από τα μεγαλύτερα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», φαίνεται ότι αποτυγχάνει για λόγους που αφορούν το διεθνές περιβάλλον.
Οι γενοκτονίες αβγαταίνουν κάθε χρόνο, η σημασία τους μειώνεται ή, όπως μου ανέφερε ένας φίλος, «διά της καταχρήσεως λύνεται το ζήτημα».
Λάμπρος Μπαλτσιώτης