ΜΕΝΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΔΗΜΟΣ
Μενού Μπαρμπαδήμος
Είχα μόλις καθίσει δίπλα στη τζαμαρία που έβλεπε στον δρόμο, όταν συνειδητοποίησα το επίμονο βούισμα στο αριστερό μου αυτί. Σε συνθήκες ησυχίας όλοι μας έχουμε κάποιο βούισμα, αλλά εγώ το έχω πιο έντονο. Το έχω συνηθίσει. Όμως αυτή τη φορά ήταν τόσο δυνατό που νόμισα πως κουφάθηκα από το αριστερό αυτί.
Είχα παραγγείλει το σετ γεύμα στου Μπαρμπαδήμου, γιουβαρλάκια αυγολέμονο, σαλάτα μαρούλι συν ένα ποτήρι κρασί -εγώ παίρνω ροζέ, αλλά ούτως ή άλλως μόνο ροζέ δίνουν στο σετ γεύμα των 7.50 ευρώ- και ψωμί, παλιά το ψωμί ήταν μπόλικο, σχεδόν μισή φρατζόλα η μερίδα, τώρα όμως το έχουν περιορίσει σε δύο φέτες, χοντρές όμως. Παρασκευή μεσημέρι, το εστιατόριο «O Μπαρμπαδήμος» είχε αρκετό κόσμο.
Θυμάμαι ότι μου τράβηξε την προσοχή ένας ηλικιωμένος στο διπλανό τραπέζι, μοναχικός, όπως κι εγώ - έχω αυτό το χούι, παρατηρώ πάντα τους γύρω μου, είμαι οπτικός τύπος, που λένε. Λοιπόν, αυτή τη φορά, για να μη σκέφτομαι το βούισμα που με κούφαινε, παρατηρούσα ενδελεχώς τον κύριο με τα άσπρα, χτενισμένα προς τα πίσω μαλλιά. Είχε έντονα χαρακτηριστικά, ήταν υπέρβαρος και χάλκινος, δηλαδή η φάτσα του είχε το χρώμα του χαλκού, σε έντονη αντίθεση με τα κάτασπρα μαλλιά. Είχε μόλις τελειώσει το γεύμα του, σπανακόρυζο, με ελιές και ψωμί -δεν το είχε φάει όλο ούτε όλες τις ελιές- σετ γεύμα μαγαζιού, 5,50 ευρώ. Πλήρωσε και σηκώθηκε να φύγει. Τότε έγινε η έκρηξη. Ή μάλλον λίγο πιο μετά, όταν είχε προχωρήσει προς τη τζαμένια έξοδο και εγώ σκεφτόμουν πόσο γέρος και ταλαίπωρος φαίνεται τώρα που σηκώθηκε. Ναι, μάλλον ήταν στην πόρτα όταν έγινε η έκρηξη ή εκπυρσοκρότηση, αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα μόνο έκρηξη, όχι εκπυρσοκρότηση. Ούτε γύρισα απέναντι και διαγώνια, όπως θα ήταν φυσικό, αλλά συνέχιζα να κοιτάζω τον γέρο. Είδα πως είχε φορέσει ένα ψάθινο, άσπρο καπελάκι -καβουράκι, νομίζω, το λένε- και κρατούσε ένα τσαντάκι ώμου Nationale-Nederlanden, τόσο παλιομοδίτικο, που θυμάμαι ότι σκέφτηκα, Θεέ μου, είναι πιο παλιό και από την Nationale-Nederlanden. Και παρόλο το βούισμα και την ημικουφαμάρα μου, άκουσα τον τύπο με το κράνος, απέναντι και διαγώνια από μένα, να φωνάζει «γαμώ το μουνί της μάνας σου», μετά ξανά, ακόμα πιο δυνατά. Εγώ όμως συνέχιζα να παρατηρώ τον ηλικιωμένο που βάδιζε προς την πόρτα, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα και σκέφτηκα με ειρωνικό ή σαρκαστικό ή σαρδόνιο τρόπο πως ήταν θεόκουφος, δεν είχε ακούσει την έκρηξη, που πιθανόν ήταν εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου. Και εκεί που σκεπτόμουν αυτή την κάπως χαζή σύμπτωση, δηλαδή ότι, ενώ διαπίστωνα πως κουφαινόμουν από το ένα αυτί, ταυτόχρονα, παρακολουθούσα έναν εντελώς κουφό γέρο, αυτός έντρομος στράφηκε με μια χαρακτηριστική, θα έλεγα, αγωνιώδη βραδύτητα, προς τον νέο άντρα απέναντί μου και διαγώνια, που σφάδαζε και ούρλιαζε «γαμώ το μουνί της μάνας σου».
Κάπως απογοητευμένος διαπίστωσα ότι ο ηλικιωμένος δεν ήταν κουφός, αλλά φοβερά γέρος και είχε παγώσει από όλο αυτό που γίνονταν μέσα στη σάλα του Μπαρμπαδήμου. Δύο κυρίες είχαν τσιρίξει ή συνέχιζαν να τσιρίζουν με τον τρόπο που οι ηλικιωμένες κυρίες τσιρίζουν. Τότε άκουσα το γκαρσόνι κι έπειτα δύο θαμώνες να φωνάζουν κάτι για το όπλο. Αυτοί ήταν οι πιο κοντινοί στον άνθρωπο που είχε πέσει πίσω από το τραπέζι, παρασύροντας το κράνος μηχανής, που κι αυτό ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι, την ώρα που έτρωγε και μούγκριζε «γαμώ το μουνί της μάνας σου». Κανείς δεν έκανε την κίνηση να πάει προς τον πυροβολημένο να δει τι γίνεται. Μου έκανε εντύπωση που δεν έβλεπα αίματα στο πάτωμα. Ο τύπος είχε μπατάρει πίσω από το τραπέζι του, το τραπεζομάντηλο σχεδόν τον σκέπαζε και είπα ή σκέφτηκα «γαμώτο τι έγινε!» και γύρισα προς τον δικό μου ασπρομάλλη με την χάλκινη μούρη. Έκπληκτος, είδα πως είχε βγει έξω, οδυνηρά βαρύς και επώδυνα αργός, απομακρύνονταν στον δρόμο και παρά τον όγκο του, γιατί ήταν πολύ μεγαλόσωμος -δεν ξέρω αν το ανέφερα αυτό- κανείς δεν φαινόταν να του δίνει σημασία. Τότε σκέφτηκα, ω ρε γαμώτο, αυτός πρόλαβε, πλήρωσε και την έκανε, πριν έρθουν οι μπάτσοι, ενώ εγώ δεν έχω πληρώσει, άρα δεν γίνεται να φύγω από τον Μπαρμπαδήμο, όπου έρχομαι αρκετά συχνά, αν και δεν μιλάω σε κανέναν, εκτός από το γκαρσόνι, που σήμερα ήταν το δεύτερο γκαρσόνι, όχι το πρώτο που με ξέρει και μου φέρνει μαζί με το νεροπότηρο μια καράφα γεμάτη νερό, ενώ αυτό το γκαρσόνι όχι, μου ‘φερε μόνο ένα ποτήρι νερό και αυτό ούτε καν γεμάτο. Όμως την ίδια στιγμή χάρηκα που ο φτωχός, ασπρομάλλης κύριος έφευγε από τον τόπο της έκρηξης, που όπως φαίνεται ήταν πυροβολισμός από περίστροφο. Πράγματι πολύ γρήγορα, ακούστηκαν σειρήνες και 4 ή 5 μηχανές με ένστολους πλάκωσαν και γέμισαν το μαγαζί μέσα έξω, απειλητικά, με τα χέρια στις λαβές των πιστολιών τους.
**
Αργότερα, στο σπίτι όπου με φιλοξενεί η αδερφή μου προσωρινά, αφότου μου ‘καναν έξωση, (έχω ένα σπιτάκι στο χωριό, στην ανάγκη θα πάω εκεί), σκεφτόμουν ότι το πιθανότερο είναι να κουφάθηκα από την εκπυρσοκρότηση, αυτό που λένε μετά-σοκ, aftershock ή κάπως έτσι, και όχι πριν, πράγμα που με ανακούφισε. Διότι, αν αρχίζω να κουφαίνομαι στα καλά καθούμενα από βουητά, τότε θα πρέπει να έχω σοβαρό πρόβλημα, εγκεφαλικό ή κυκλοφορικό ή αγγειακό. Και όσο το σκέφτομαι τόσο βεβαιώνομαι, διότι εδώ μου ήρθε, όταν γύρισα στο διαμέρισμα που μου παραχώρησε η αδερφή μου, (λόγω που είμαι άνεργος και μάλιστα μακροχρόνια), ότι άκουσα το κινητό του πυροβολημένου να χτυπάει και έπιασα με την περιφερειακή όρασή μου, την κίνησή του, να το βγάζει από την τσέπη του, και τότε έγινε το μπαμ. Ναι. Μου ήρθαν όλα. Όντως έτσι έγινε, γιατί μας ανέκριναν οι μπάτσοι, αλλά πολύ στα γρήγορα. Κατάλαβαν τη μαλακία, ότι δηλαδή ένας δικός τους πυροβόλησε τα αρχίδια του μέσα σε ένα εστιατόριο γεμάτο από ανθρώπους που έτρωγαν, την ώρα που πήγε να απαντήσει στο κινητό του. Και σε ποιόν φώναζε «γαμώ το μουνί της μάνας σου», αφού είχε αυτοπυροβοληθεί; Κανείς δεν αναρωτήθηκε, ίσως γιατί είναι κάτι φυσικό, όταν σου έχουν γίνει τα αρχίδια σμπαράλια ή ίσως να εννοούσε αυτόν ή αυτήν που τον κάλεσε εκείνη τη γαμημένη στιγμή. Τι μαλάκας, τι γκαντέμης όλοι θα σκέφτηκαν, αλλά εγώ τον λυπήθηκα που ανατίναξε ο άμοιρος τα μπαλάκια του. Ήταν ένας νέος, όχι άσχημος άντρας, σίγουρα θα είχε κοπέλα, ίσως γυναίκα, μπορεί να ήταν αρραβωνιασμένος και ετοιμαζόταν να παντρευτεί και τώρα...
Με αυτά ηρέμησα, γιατί η σκέψη ότι κουφάθηκα έστω από ένα αυτί με φρίκαρε. Είναι που ψάχνω μήνες σαν τρελός για δουλειά, δεν έχω σπίτι, είμαι χωρισμένος κιόλας, αν κουφαινόμουν, τότε καλύτερα να με πυροβολούσαν στο κεφάλι κατευθείαν να ξεμπερδεύω.
Β.Κ. 14.02.2020