O νεορεαλισμός του νυχτερινού σχολείου ως αλληγορία της κρίσης

2013-09-13 12:04

Σκέψεις για το περιθώριο του εκπαιδευτικού συστήματος

Κώστας Καραβίδας

Αν η εκπαίδευση είναι ακόμα, όντως, «το κομβικό σημείο όπου αποφασίζουμε αν αγαπάμε τον κόσμο τόσο ώστε να αναλάβουμε την ευθύνη γι’ αυτόν»,1 τότε η καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουν όσοι ενέχονται στη νυχτερινή εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί ένα κακό δείγμα των ανεύθυνων καιρών μας.

Κούφιο απομεινάρι του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας και της μαραμένης σήμερα κοινωνικής πολιτικής του, το νυχτερινό σχολείο, σε συνθήκες έξαρσης του κοινωνικού ζητήματος, θα μπορούσε να αποτελεί τον κατεξοχήν εκπαιδευτικό μηχανισμό που δίνει ευκαιρίες και λειτουργεί ως ασπίδα υπεράσπισης των κοινωνικά αδυνάτων. Αν βέβαια λειτουργούσε πραγματικά ως σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, συνδεδεμένο οργανικά με την κοινωνία και την οικονομία των αναγκών. Και προφανώς αν δεν αφηνόταν ανυπεράσπιστο στις επιθετικές διακυμάνσεις της πολυδιάστατης κρίσης, αν δηλαδή δεν μετατρεπόταν βίαια και απροσχημάτιστα σε θλιβερό παρατηρητή και πιστό καθρέφτη των αντιδραστικών αλλαγών σε όλες τις μορφές των κοινωνικών, οικονομικών και εργασιακών σχέσεων τα τελευταία χρόνια.

 

Κοινωνιογράφημα της κρίσης, ψυχογράφημα της κοινωνίας

Όποιος μπαίνει σε σχολική τάξη και έχει την εμπειρία τόσο των πρωινών «mainstream» σχολείων όσο και των αποκλινόντων από τον γενικό κανόνα νυχτερινών, αναγνωρίζει ότι τα δεύτερα, πολύ περισσότερο από τα πρώτα, στεγάζοντας τους απόβλητους του εκπαιδευτικού συστήματος και ένα μέρος του κοινωνικού περιθωρίου, αποτελούν σήμερα έναν επαρκέστατο ποιοτικό δείκτη των βίαιων μεταβολών του κοινωνικού σχηματισμού. Είναι κοινή η παραδοχή ότι τα νυχτερινά σχολεία από σχολεία εργαζομένων έχουν μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε σχολεία ανέργων. Ένεκα της εξέλιξης αυτής, δεν είναι καθόλου τυχαία η πρόβλεψη του νόμου για το Νέο Λύκειο να μη χρειάζεται πια για την εγγραφή σε αυτά η προσκόμιση αποδεικτικών της εργασιακής ιδιότητας του μαθητή ή της κάρτας ανεργίας, πρακτική που, ούτως ή άλλως, είχαν ήδη εγκαταλείψει άτυπα εδώ και καιρό σχεδόν όλα τα νυχτερινά σχολεία, εγγράφοντας μαθητές χωρίς τα απαιτούμενα από τον νόμο δικαιολογητικά. Το χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο που ορίζει τη λειτουργία τους, έχει οδηγήσει τα νυχτερινά σχολεία να κινούνται συχνά στα ακραία όρια της τυπικής νομιμότητας, όρος ωστόσο απαραίτητος για να μπορούν να υπηρετήσουν τον κοινωνικό ρόλο που καταστατικά τους αρμόζει. Δηλαδή να ενθαρρύνουν, να μεταδίδουν ελπίδα και να διευκολύνουν όσους η ζωή τούς πέταξε έξω στην κρίσιμη στροφή της.

Έχοντας στο δυναμικό τους μαθητές από τα πλέον ιζηματοποιημένα κοινωνικά στρώματα, τα εσπερινά γυμνάσια και λύκεια κοινωνιογραφούν με αληθινά πρόσωπα την κρίση. Ο μαθητικός πληθυσμός των νυχτερινών σχολείων στοιχειοθετεί το προφίλ μιας μερίδας κοινωνικά άτακτων ή αταξινόμητων κοινωνικών υποκειμένων: μετανάστες, ανήλικοι με παραβατική ή επιθετική συμπεριφορά, ενήλικοι εργαζόμενοι, άνθρωποι που για διάφορους λόγους εγκατέλειψαν την εκπαίδευση σε νεαρή ηλικία και που σχεδιάζουν νέο ξεκίνημα ζωής με ζηλευτή θέληση, βιοπαλαιστές, μουτζουρωμένα χέρια και καθαρό βλέμμα, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, νοητική υστέρηση, σοβαρές ασθένειες και ψυχολογικά προβλήματα, αδύναμα συμπαθητικά πλάσματα, δημόσιοι υπάλληλοι που κυνηγούν μετάταξη ή καλύτερη σύνταξη, «κακοί» μαθητές πρωινών σχολείων, η κοινή «αλητεία» της γειτονιάς, παιδιά με θητεία στα ναρκωτικά ή στις μικροκλοπές, ένας κόσμος ανθρώπων ρευστός και αβέβαιος μέσα στη σύγχυση μιας ζωής που τάραξε νωρίς τις ευθείες γραμμές της κανονικότητας, συνιστά το αντιφατικό και εκρηκτικό μείγμα των μαθητών που θητεύουν στα θρανία της ανάγκης και που δεν επιτρέπει μανιχαϊστικές απλουστεύσεις. Άνθρωποι, με δυο λέξεις, που παλεύουν με τον χρόνο και τα χρόνια.2 Σε σχολεία που δεν χρειάζονται καθηγητές αλλά ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς.

Σχολεία με μηδαμινό εκπαιδευτικό αλλά με τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, αποτυπώνουν όλες τις αρνητικές ροπές του κοινωνικού σώματος: τη βία, τον χρυσαυγιτισμό, τον λαϊκισμό, τον ρητορικό ισοπεδωτισμό, τον ρατσισμό. Η μεγαλύτερη τραγωδία του εκπαιδευτικού μας συστήματος –και αυτό αφορά κυρίως τα πρωινά σχολεία– είναι ότι το κίνητρο για τη μάθηση και ο σεβασμός προς τον διδάσκοντα λειτουργούν καλύτερα στα νυχτερινά σχολεία, όπου τα βλέμματα είναι πιο καθαρά και οι λέξεις ανθρώπινες. Όπου η αίσθηση του συν-ανήκειν δημιουργεί ταυτίσεις και απρόσμενες συναντήσεις μαθητών και καθηγητών.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως της εκπαιδευτικής διαδικασίας των νυχτερινών σχολείων, την τελευταία διετία, είναι η μαθητική διαρροή στη διάρκεια της χρονιάς. Κάθε μαθητής που σταματάει το σχολείο ξαφνικά κι απρόσμενα, Δεκέμβριο ή Φλεβάρη ας πούμε, λόγω μιας αναπάντεχης βραδινής δουλειάς, λόγω υποτροπής ενός ανοιχτού προβλήματος, λόγω οικονομικών δυσκολιών, οικογενειακών επιπλοκών ή επιστροφής στα προσωπικά του αδιέξοδα, είναι μια ανοιχτή πληγή για το εκπαιδευτικό σύστημα, μια χαραγματιά στο καθαρό πρόσωπο της κοινωνικής μας δημοκρατίας. Και οι μαθητές που, στη μέση της χρονιάς, εξαφανίζονται και χάνουμε τα ίχνη τους, κάθε χρόνο γίνονται και περισσότεροι, προσθέτοντας και πάλι την ατομική τους περίπτωση στις μακάβριες κι απρόσωπες στατιστικές του κοινωνικού αποκλεισμού. Η αποδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων, η αποσυνάρθρωση των οικογενειακών δεσμών αποσυντονίζουν και αποπροσανατολίζουν τη νυχτερινή εκπαίδευση, ξαναγυρίζουν τους ανθρώπους στον εφιάλτη από όπου προσπαθούν να ξεφύγουν. Και η κοινότητα των εκπαιδευτικών, πολύ συχνά, στέκει αμήχανη να μετρά απώλειες και ήττες, εκφράζοντας άθελά της την παθητική βούληση ενός κρατικού μηχανισμού που παράγει διαρροές και γραφειοκρατικές παθογένειες. Τα σχολεία αυτά –για όσους ξέρουν καλά– στέκονται όρθια χάρη στον «πατριωτισμό» γενναίων και λοιδορούμενων ως «τεμπέληδων» καθηγητών.

 

Η ανάδυση μιας νέας ταξικότητας

Την ίδια ώρα, το Υπουργείο Παιδείας θέτει σε διαθεσιμότητα καθηγητές «περιττών» ειδικοτήτων, συγχωνεύει σχολικές μονάδες και κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να τορπιλίσει την ήδη επισφαλή σχολική γαλήνη. Άραγε πάνω σε ποια κοινωνική βάση σκέφτηκαν οι εμπνευστές και σχεδιαστές του Νέου Λυκείου να προτείνουν τους ηλικιακούς περιορισμούς για την εγγραφή σε νυχτερινά ΕΠΑ.Λ. και Σ.Ε.Κ. που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο νόμου και που για την ώρα τουλάχιστον φαίνεται να αποτρέπονται; Η συντηρητικότερη και αναχρονιστικότερη επιλογή της κυβερνητικής πολιτικής για μια «εκπαίδευση της αμάθειας»3 είναι η διαφαινόμενη υποστήριξη μιας φιλοσοφίας της εκπαίδευσης που πριμοδοτεί την κατάρτιση και την πιστοποίηση έναντι της γενικής παιδείας και της μόρφωσης. Αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία υπηρετεί το σκεπτικό της δυνατότητας φοίτησης στα νυχτερινά ΕΠΑ.Λ. και Σ.Ε.Κ. μόνο μαθητών άνω των είκοσι χρόνων. 

Παρά το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής ερμηνείας των επικείμενων αλλαγών στην εκπαίδευση, και ειδικότερα στη νυχτερινή, είναι αδύνατη λόγω της μακροχρόνιας δομικής ακινησίας που διέπει το εκπαιδευτικό σύστημα, ανεξαρτήτως των «μεταρρυθμίσεων» που επιβάλλονται σε αυτό, το γεγονός είναι ότι το σύγχρονο σχολείο, και ειδικότερα το νυχτερινό, ως υποσύστημα συγκρότησης κοινωνικών μηχανισμών συμβάλλει στην ανάδυση μιας νέας ταξικότητας. Οι ιδεολογικές εγχαράξεις της σχολικής οργάνωσης, με το συντηρητικό τους περιεχόμενο, ενισχύουν την τάση προς μια αρνητική κοινωνική κινητικότητα, όπως αυτή εκφράζεται παραδειγματικά με την οριζόντια και κάθετη ισοπέδωση της μεσαίας τάξης και τη συμπίεση προς τα κάτω των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.

 

Το νυχτερινό σχολείο ως κοινότητα οικειότητας

Αυτές οι μεταβολές της ταξικής κατάστασης του μαθητικού πληθυσμού αλλοιώνουν το πιο ιδιαίτερο κοινωνικό χαρακτηριστικό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, την «υπερεκπαίδευση»4 των Ελλήνων, την παγιωμένη δηλαδή εδώ και πολλές δεκαετίες αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας –που επέτρεψε μεταξύ άλλων και την ανάπτυξη των νυχτερινών σχολείων– ότι η επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη έχει ως κινητήρια δύναμη την εκπαίδευση. Ο κλονισμός της δυναμικής της γνώσης, της παιδείας και της προόδου αναγγέλλει μια ιδεολογική καμπή με άδηλες και απροσμέτρητες ακόμη προεκτάσεις.

Το έλλειμμα εκπαιδευτικών πολιτικών με κοινωνικό περιεχόμενο, που να απαντούν πραγματικά στις απαιτήσεις της εποχής της κρίσης, εξαερώνει τις πολλαπλές δυνατότητες της νυχτερινής εκπαίδευσης να ανακτήσει τον κοινωνικό της ρόλο, υπερβαίνοντας το στερεότυπο της μιζέριας που την ακολουθεί και να αποτελέσει κρίσιμο εργαλείο στην καταπολέμηση της ανεργίας. Δεν αρκεί η όντως χρυσή ευκαιρία που δίνεται στους μαθητές των νυχτερινών σχολείων να εισαχθούν σε Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. με πολύ χαμηλές βαθμολογίες. Και δεν αρκεί, γιατί είναι ένα δώρο στο οποίο αντικειμενικά δεν μπορούν να φτάσουν οι πολλοί που χάνονται στη διαδρομή. Ο χώρος της νυχτερινής εκπαίδευσης θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο δόξης λαμπρόν για οικονομικά φτηνές, παρεμβατικές κοινωνικές πολιτικές που θα έβρισκαν έξυπνους τρόπους να συνδέσουν το σχολείο με την αγορά εργασίας. Με στοχευμένες κινήσεις, εξορθολογισμένη στρατηγική ενίσχυσης συγκεκριμένων ειδικοτήτων και επένδυση στο υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό. Παράλληλα, έχει όλες τις κοινωνικές προδιαγραφές ώστε να συγκροτήσει δυναμικές κοινότητες οικειότητας που θα λειτουργούν σαν ένα δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης και προστασίας με σκοπό τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης.

Κρατώντας βαθιά μέσα μου τις υποκειμενικοποιημένες νοητικές εικόνες μιας βιωματικής εμπειρίας δύο χρόνων σε νυχτερινό σχολείο του Πειραιά, στη σβησμένη καρδιά τής πάλαι ποτέ βιομηχανικής του ζώνης, ανάμεσα σε μηχανουργεία, σιδεράδικα, ξυλουργεία και παρακμασμένα εργοστάσια, φοβάμαι ότι το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει τίποτα να πει σε αυτούς τους μαθητές. Αν η φωτογραφία παρουσιάζει μια ποιότητα που απουσιάζει από το πρωτότυπο, όπως το ήθελε ο Εντγκάρ Μορέν, οι εικόνες που έχω κρατημένες, σαν βγαλμένες από φιλμ του Βιττόριο ντε Σίκα και του Ροσσελίνι, με κάνουν να πιστεύω ότι αυτός ο σκληρός κόσμος, με τον οποίο δύσκολα διασταυρώνεται στη ζωή του κάποιος που δεν του ανήκει, είναι η μαύρη όψη του ίδιου του εαυτού μας. Που δίνει καθημερινά τη μάχη ανάμεσα στην ντροπή και την αξιοπρέπεια, με φόντο την ανασφάλεια της ανεργίας και την προοπτική της κοινωνικής εξαθλίωσης. Σαν τον Κλέφτη ποδηλάτων του Ντε Σίκα…

  ΠΗΓΗ>>>www.chronosmag.eu/

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Hannah Arendt, Η κρίση της κουλτούρας και άλλα κείμενα, μτφρ. Γ.Ν. Μερτίκας, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2012, σ. 91. 

2. Βλ. Παντελής Ν. Γαλίτης, Στο κυνήγι του χρόνου. Εσπερινή εκπαίδευση και κοινωνικός αποκλεισμός, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011.

3. Ζαν Κλωντ Μισέα, Η εκπαίδευση της αμάθειας, μτφρ. Άγγελος Ελεφάντης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002.

4. Βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Πρόλογος Νίκος Σβορώνος, μτφρ. Ι. Πετροπούλου και Κ. Τσουκαλάς, 6η έκδ., Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σ. 401.

 Κώστας Καραβίδας, βιογραφικό