Ο ΦΟΒΟΣ

2021-11-10 20:30

picture from wikimedia.org/wiki/File:Herpestes_semitorquatus.jpg

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ, ήταν μέσα σε ένα δάσος ένα κουνάβι, ένα βρωμοκούναβο που το κυνηγούσαν κάτι λύκοι με σχοινιά και μαχαίρια να το σκοτώσουν ή μάλλον να το πιάσουν – δεν διευκρίνισαν τις προθέσεις τους.

Το δάσος ήταν βαθύ, τραχύ και σκοτεινιασμένο όλες τις ώρες ασχέτως ηλιοφάνειας.  Το βρωμοκούναβο κυνηγημένο κρύβονταν, μα πιο πολύ τρελαμένο  απ` το φόβο έτρεχε από δω και από κει χωρίς σύστημα, γνωρίζοντας ότι, αφού η κουναβίσια  μυρουδιά δεν κρύβεται, οι διώκτες του θα το πρόκαναν.

Σκέφτηκε την προσευχή, και όντως τρέχοντας και πηδώντας μέσα στα θάμνα και τα πυκνά φυλλώματα προσεύχονταν, χωρίς να πολυπιστεύει. Γνωρίζοντας, ότι αυτό είναι ένα κόλπο που ποτέ δεν πιάνει είτε πιστεύεις είτε όχι.

Όμως ο Ανυπέρβλητος Δημιουργός ή Θεός ή Άρχων ή Υπέρτατη Δύναμη, αυτή τη μοναδική φορά, διαψεύδοντας κάθε επιστημονική αληθοφάνεια και προφητεία, εισάκουσε τη προσευχή του βρωμοκούναβου. Έστειλε Άγγελο Προστάτη, τον επιστάτη του Οίκου του που λέγεται Παράδεισος (αλλά μπορεί και όχι).

Με τις όμορφες λευκές φτερούγες του ο Aρχάγγελος έκρυψε το ασθμαίνον ζώο και αυτό με ένα σάλτο πήδησε πάνω στα φτερά και έτσι μια λευκότης διαπέρασε διαγωνίως το βαθυπράσινο και καφεσταχτόγριζο δάσος, ενώ ανάσαινε ο αέρας που ντύνει ως ηχητικό εφέ ένα πυκνό και αξιοπρεπές δάσος, όπως το περί ου ο λόγος.

Το πρόβλημα ήταν η πτήση του επιστάτη Αρχαγγέλου. Ο όποιος είτε από απροσεξία λόγω της κούρασης, γιατί είχε ένα σωρό σκοτούρες και δουλειές ως επιστάτης, είτε επειδή ο Δημιουργός στιγμιαία εισάκουσε την κουναβο-προσευχή και μετά την ξέχασε, άφησε και γλίστρησε το κουνάβι – όντας εν πτήσει – και έπεσε σε μια γειτονική λίμνη με κρύο νερό, μπούζι. Φυσικά μπορεί να σκεφτεί κανείς μήπως σε αυτό το άδειασμα έπαιξε ρόλο η μπόχα του κουναβιού. Μόνο εικασίες μπορούν να ειπωθούν, αν και δεν συνηθίζεται οι άγγελοι να ενοχλούνται από οσμές, – κανονικά δεν έχουν οσφρητική λειτουργία - αλλα ποιός ξέρει …

Το νερό ήταν πολύ κρύο και το κουνάβι πάγωσε, όμως καταβάλλοντας προσπάθεια κολύμπησε μέχρι τη στεριά. Το καλό στην υπόθεση ήταν, πως με τόσο παγωμένο νερό, η μυρωδιά του χάθηκε για τόσο διάστημα όσο χρειάστηκε να χάσουν τα ίχνη του οι σχοινοπαλουκοφόροι λύκοι.

Έτσι το κουνάβι σώθηκε, προσωρινά όμως γιατί αργότερα πέθανε στη τρύπα του, οπού έφτιαξε για να ζεσταθεί και να στεγνώσει. Ίσως η καρδιά του σταμάτησε από το κρύο, τις κακουχίες και την αγγελική πτήση και πτώση. Δύσκολο να πει κανείς. Ίσως απλά να ήρθε η ώρα του.

Κ.Β. 3.11.2021