Ο ΤΣΑΡΛΙ ΚΟΛΤΟΝ ΠΕΘΑΝΕ

2020-01-04 20:08

Ο Τσάρλι Κόλτον Πέθανε

28 Οκτώβριου 1941.

Σήμερα κηδέψαμε τον κύριο Τσάρλι. Ήταν μια ήσυχη, χριστιανική τελετή η κηδεία του κ. Τσάρλι Κόλτον. Είμαστε μια χούφτα άνθρωποι εδώ, στο Φρίερς Πόιντ, της πολιτείας Μισισίπι κι έχουμε μια μόνο εκκλησία. Ο εφημέριος, ο κ. Άμπερκρομπι είναι Βαπτιστής, όπως είμαστε οι περισσότεροι. Ο κ. Τσάρλι ήταν Μεθοδιστής, αλλά τέλος πάντων η κηδεία έγινε όπως έπρεπε. Παραβρεθήκαν λοιπόν, ο κ.Τσερτς το αφεντικό μου, ιδιοκτήτης  του ξενοδοχείου Coahoma, ο βοηθός του σερίφη, ο κ. Άλεν, ο Κάρτερ Μπράουν, που έχει το καπνοπωλείο, ο νεαρός συνάδελφος του κ. Τσάρλι, ο Μπόμπυ Χάρπερ και φυσικά εγώ, ο μόνος έγχρωμος, αν εξαιρέσεις τους δυο νεκροθάφτες του γραφείου τελετών του κυρίου Όζι, που δεν καταδέχτηκε να έρθει στην κηδεία του κ. Τσάρλι. Τώρα βέβαια και ο κ. Τσάρλι δεν θα στεναχωρήθηκε, επειδή δεν ήρθε ο γέρο-Όζι, όσο μπορεί ένας τόσο πεθαμένος άνδρας να στεναχωρηθεί. Μάλλον το αντίθετο. Γιατί οι δυο τους είχαν ανταλλάξει βαριές κουβέντες στο μπαρ του Ελκ. Ναι, είχε γίνει μεγάλος σαματάς τότε. Ο κ. Τσάρλι - ας τον αναπαύει ο Κύριος Ημών - καυχήθηκε για τα παπούτσια που πουλούσε και μάλιστα για τις  δερμάτινες γυναικείες γόβες που πουλιόνταν, σαν φρέσκα ψωμάκια στις κυρίες της κομητείας. Και γι’ αυτό η εταιρεία του τον βράβευσε, με ένα ακόμη ολόχρυσο ρολόι Hamilton - θα ήταν το 10ο στη σειρά. Ο κύριος Όζι, - που όταν έπινε, έχανε στο πόκερ και ο κ. Τσάρλι τον είχε μαδήσει ουκ ολίγες φορές -  κάτι του είπε… κάτι όπως, μπαγαπόντη ή τσαρλατάνο και παραλίγο να έρθουν στα χέρια. Εγώ τα έμαθα, αν και δεν ήμουν σε εκείνο τον καυγά για να ξέρω από πρώτο χέρι, μόνο οι λευκοί μπαίνουν στο μπαρ του Ελκ.  Φυσικά τα έμαθα από τον κύριο Τσάρλι αυτοπροσώπως.

Έμενε πάντα στο ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο μας και πάντα μου έδινε ένα δολάριο φιλοδώρημα, κάποιες φορές δυο ή και τρία και εγώ πάντα κουβαλούσα τις βαλίτσες του στο δωμάτιο, άναβα τον ανεμιστήρα (μέχρι που χάλασε) κι έφερνα παγωμένο νερό για το ουίσκι του. Μιλούσαμε με τον κ. Τσάρλι, δηλαδή εκείνος μιλούσε, και μιλούσε πολύ. Εμένα μου άρεσε που μιλούσε ο κ. Τσάρλι, παρόλο που ήταν τόσο καυχησιάρης και μερικές φορές απότομος. Και τώρα που έφυγε νιώθω μεγάλη λύπη σαν να έφυγε ένας δικός μου. Ε, μα ναι, μπορείς να το πεις και έτσι…

 Εγώ τον βρήκα πεθαμένο. Ήταν εκείνο το βράδυ, μετά που έφυγε από το δωμάτιό του ο Μπόμπι Χάρπερ, αυτός ο αχαΐρευτος.  Είχε ανέβει για να παίξουν πόκερ και να πιούν όπως συνήθως. Ανέβηκα πάνω με μία κανάτα παγωμένο νερό από την κουζίνα, όταν άκουσα τις φωνές. Ο κύριος Τσάρλι φώναζε, και ο Χάρπερ έβγαινε με το πάσο του από το δωμάτιο σαν να μην έτρεχε τίποτα. Φώναζε με όλη του τη δύναμη και είχε στ’ αλήθεια στεντόρεια φωνή, κι έλεγε κάτι όπωςεγώ ανήκω στην παράδοση, είμαι θρύλος, γνωστός σε όλο το Δέλτα του Μισισιπή. Είμαι ο κύριος Τσάρλι! Εσένα ποιος σε ξέρει; τι αντιπροσωπεύεις;  Έξω από το δωμάτιό μου! Καλύτερα  να ρίχνω μόνος μου πασιέντζες παρά να παίζω πόκερ με τον κάθε τυχάρπαστο… τέτοια έλεγε και εγώ τον ρώτησα μπαίνοντας. Γιατί οι φωνές, κύριε Τσάρλι; και ο κύριος Τσάρλι είπε. Ε, καμιά φορά χάνω την υπομονή μου και ξαφνικά ηρέμησε, αλλα ήταν κατακόκκινος από τη σύγχυση που του έκανε αυτό το ρεμάλι ο Μπομπ Χάρπερ. Και με ρώτησε αν θυμάμαι πώς ήταν παλιά, εγώ απάντησα,  Μάλιστα κ. Κόλτον. Τότε άρχισε να μιλάει και να θυμάται πώς ήταν τα παλιά χρόνια. Πώς έρχονταν στην πόλη μας σαν ήρωας, πώς αυτό το δωμάτιο ήταν σαν αίθουσα του θρόνου, έτσι είπε, με τα δείγματά του ακουμπισμένα σε πράσινο βελούδο. Μπροστά - μπροστά είχε τις πιο ακριβές, δερμάτινες, λουστρινένιες γόβες κυριών, πάνω στο κομό τοποθετούσε τα ποτά. Άνθρωποι του σιναφιού του, μπαινόβγαιναν αλλά και άλλος κόσμος, διάφοροι, …παίζανε πόκερ συνεχώς με φωνές, γέλια και κέφι. Αφού είπε αυτά και αλλά που δεν θυμάμαι, σταμάτησε, όρθιος στη μέση του δωματίου, ακόμα πιο κατακόκκινος και ρώτησε, πού πήγαν όλα αυτά… πού χάθηκαν… και εγώ είπα: Το νεκροταφείο είναι γεμάτο από παλιούς γνωστούς μας, κύριε Τσάρλι. Τότε, ο κ. Τσάρλι πήγε προς το παράθυρο  και άνοιξε με μία κίνηση απότομη τις κουρτίνες, σαν να ήταν ο παλιός καλός κύριος Τσάρλι και είπε σιγά, ίσα ίσα που τον άκουσα: Είναι νύχτα. Τότε εγώ πήγα και στάθηκα δίπλα του, στο παράθυρο, κοιτώντας έξω και αφού μείναμε σιωπηλοί για μία δύο στιγμές κοιτάζοντας το σκοτάδι που ‘χε πέσει, ακούγοντας  μόνο τις αναπνοές μας, που έβγαιναν από τα πνευμόνια των δυονών μας, με τον τρόπο που βγαίνει βραχνά ο αέρας από δύο γέρους κουρασμένους άντρες, είπα. Σωστά, κύριε Τσάρλι, είναι νύχτα.

Μετά έφυγα, πήγα κάτω. Και πριν τελειώσει η βάρδια μου και πάω σπίτι, δυο ώρες μετά, ανέβηκα με μια κούπα ζεστό τίλιο με πασιφλόρα, όπως είχαμε συμφωνήσει να του φέρνω τελευταία, όποτε έρχονταν σε μας και να πάρω την μποτίλια και τη λεκάνη. Και τον βρήκα νεκρό. Ήταν καθισμένος στην καρέκλα με το στόμα μισάνοιχτο και τα μάτια ορθάνοιχτα, τα χέρια να κρέμονται πεθαμένα, ακόμα στητός, με το κεφάλι λίγο προς τα πίσω. Ακούμπησα το τίλιο στο κομό, γιατί σκέφτηκα πως ξαφνικά μπορεί να μου κοβόταν τα γόνατα και να ‘πεφτα, όμως δεν έπεσα, παρά πήγα και του έκλεισα τα μάτια, έσιαξα το κεφάλι του για να μην κρέμεται το σαγόνι του, έτσι άπρεπα, για έναν ανυπεράσπιστο πεθαμένο άνθρωπο.

Τον κοίταζα και αισθανόμουν μεγάλη λύπη, μόνος με τον άψυχο κύριο Τσάρλι Κόλτον. Τότε ήταν που πρόσεξα το πιο περίεργο πράγμα. Πάνω στο φαρδύ στήθος του είχε κρεμάσει παρατεταγμένα όλα τα χρυσά ρολόγια Hamilton, που είχε κερδίσει ως βραβεία στις πωλήσεις παπουτσιών, για πάνω από 45 χρόνια!  Σκέφτηκα, ο καυγάς με τον νεαρό Χάρπερ, θα τον τάραξε περισσότερο από το συνηθισμένο και πήγε και φορτώθηκε τα ολόχρυσά του ρολόγια, πάνω στο καφέ με κόκκινες ρίγες γιλέκο του, μετά κάθισε στην καρέκλα του, στητός και ξεψύχησε.

Τώρα πια δεν θα ξανά-κουβαλήσω τις βαλίτσες του κυρίου Τσάρλι, ούτε θα πάω παγωμένο νερό για το ουίσκι του, ούτε θα με κεράσει κανένα από αυτά τα χοντρά, κουβανέζικα πούρα που με κερνούσε πότε-πότε. Μερικές φορές έκοβε το πούρο, μου το άναβε και μαζί καπνίζαμε, χαζεύοντας από το παράθυρο τη νύχτα να ‘ρχεται από το ποτάμι και εγώ ένιωθα ωραία και ήσυχα με τον κύριο Τσάρλι δίπλα μου, όρθιο. Δεν συνηθίζεται καθόλου ένας νέγρος να φουμάρει, έτσι δα, δίπλα σε έναν λευκό αλλά τον κ. Τσάρλι δεν τον ένοιαζαν κάτι τέτοια. Μα τώρα πάει κι εγώ νιώθω μία πικρή μοναξιά μέσα μου, τέτοια που δεν είχα νιώσει ούτε για τους γέρους μου όταν έφυγαν, ούτε πιστεύω για κανέναν άλλον.

Φώναξα αμέσως τον κ. Τσέρτς από δίπλα και αυτός τον γιατρό και τον αστυνόμο, κ. Άλεν. Μόλις μπήκαν μέσα ο γιατρός με τον αστυνόμο, εγώ βγήκα και περίμενα απέξω από το δωμάτιο, μια και δεν είναι σωστό να παραβρίσκομαι στην εξέταση ενός φρεσκοπεθαμένου λευκού, αλλά αυτοί με φώναξαν αμέσως να βοηθήσω να τον ξαπλώσουμε στο κρεβάτι του. Δεν κράτησε πολύ. Ο γιατρός Τζεικόμπς έγραψε αμέσως το πιστοποιητικό του θανάτου. Είπε να ειδοποιήσουμε για την κηδεία, αλλά αμέσως όλοι μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Και ο κ. Τσέρτς είπε πως ο κ. Τσάρλι, ήταν ολομόναχος, κανείς δεν ήξερε αν υπήρχαν τίποτα συγγενείς, δηλαδή δεν είχαμε να ειδοποιήσουμε κανέναν δικό του και αυτό ήταν πολύ λυπηρό, και όλοι νιώσαμε  άβολα.

 

31 Δεκεμβρίου 1941.

Νομίζω πως είχα πει πολλά για τον κ. Τσάρλι, τον φίλο μου… και θαρρώ πως τώρα που είναι εκεί πάνω δεν θα τον πειράζει που τον λέω έτσι…  ήθελα να πω για το πώς πέθανε… Να, που φλυαρώ και πάλι… έλεγα λοιπόν, να σταματήσω εδώ αυτή την ιστορία και να σωπάσω, μέχρι να έρθει και η δική μου ώρα να πάω να βρω τον κ. Τσάρλι και τόσους άλλους, που ίσως να με θυμηθούν. Ποιος ξέρει μπορεί να με περιμένουν να τους κουβαλήσω τις βαλίτσες τους…

 Όμως όχι, θα συνεχίσω! Γιατί δεν είπα όσα όφειλα να πω για τον κ. Τσάρλι και μη λέγοντας όλα όσα ξέρω, νιώθω με έναν τρόπο ότι κρύβω όχι μόνο την αλήθεια του μακαρίτη, αλλά και τη δική μου. Γιατί; μη ρωτάτε, δεν ξέρω!

Πρώτα απ’ όλα, ας πω τούτο. Μόλις άρχισε αυτός ο πόλεμος με τους γιαπωνέζους. Δεν πάνε παρά μόλις τρεις βδομάδες και ο κόσμος τρελάθηκε.  Ακόμα και εδώ στο Φρίαρς Πόιντ, που τίποτα δεν αλλάζει για καιρό.

Λοιπόν, ξαφνιάστηκα όταν στα καλά καθούμενα ο νεαρός ο Χάρπερ, λίγες μέρες αφού έγινε αυτό το τρομερό πράγμα στο Περλ Χάρμπορ, εμφανίστηκε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Ήρθε στο  ξενοδοχείο, χωρίς μπαγκάζια και βαλίτσες, μόνο με ένα σάκο και αυτόν μισοάδειο και μου είπεαγόρι μου, τέρμα τα δίφραγκα, τελείωσα από πλασιέ. Δεν έχεις να μου κουβαλήσεις τίποτα και ποτέ γέρο μου, και με χτύπησε στον ώμο σαν να ήμασταν φιλαράκια. Μαά’στα, μίστε’ Χάρπερείπα όσο πιο νέγρικα γίνεται, γιατί έτσι πάντα έκανα με αυτό τον νεαρό. Και με το συμπάθιο πώς θα τα βγάζετε πέρα; Με κοίταξε πολύ σοβαρός, με  το βλέμμα του ίσια μέσα στο δικό μου και είπε. Θα πάω στον πόλεμο, θα φύγω μετά τα Χριστούγεννα για το Μοντγκόμερυ, να καταταγώ στο πεζικό. Αυτό θα κάνω, γέρο μου, ήρθα μόνο για την Μέλανι, την Μέλανι των Άμπερκρομπι, να της πω αυτοπροσώπως πως την αγαπώ και θέλω να με περιμένει μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Αυτό θα πω στον κύριο Άμπερκρομπι, τον εφημέριο και στην κυρία  ΆμπερκρομπιΚαι  καθώς με είδε να χάσκω με το σαγόνι κρεμασμένο σαν χαζός νέγρος που είμαι, μου έβαλε μισό δολάριο στο χέρι και είπε πολύ επίσημα, σαν να μην ήταν ο νεαρός Χάρπερ ο αχαΐρευτος, αλλα ένας Χάρπερ που δεν τον ήξερα διόλου. Φυσικά δεν θα της ζητήσω να με παντρευτεί, αν και λέω, πως δεν θα πει όχι. Όχι, δεν θέλω κάτι τέτοιο! Να φύγω στο στρατό, στο πόλεμο και να γίνει έτσι, χήρα. Μα, θα ‘θελα να έχω ένα κορίτσι να με σκέφτεται εκεί που θα πάω. Βέβαια, αν πάω και σκοτωθώ, ας βρει  κάποιον άλλον! Τόσο νέα και γλυκιά που είναι καθόλου δεν θα δυσκολευτεί, ακόμα και αν πάνε στον πόλεμο όλα τα αγόρια της κομητείας. Αυτό είναι όλο, μίστερ Κόουλ,  μου πέταξε περιπαικτικά.

 Και ανέβηκε σφυρίζοντας στο δωμάτιο που μένει όταν έρχεται στο Φρίαρς Πόιντ να πλασάρει τα παπούτσια του. Έμεινα να τον κοιτάω συγχυσμένος γιατί κάτι τέτοιο δεν περίμενα από τον κύριο Χάρπερ.

Να, ορίστε! Χωρίς να το σκεφτώ, τον αποκάλεσα, κύριο Χάρπερ … θέλω να πω, τον αποκαλούσα  κ. Χάρπερ όπως οφείλει ένας πορτιέρης να αποκαλεί ένα πελάτη του ξενοδοχείου. Αλλά μόνο τότε! Σε κάθε άλλη περίπτωση ήταν για μένα, ο Χάρπερ το ρεμάλι, ο Χάρπερ ο αχαΐρευτος.  Γιατί τέτοιος φαίνονταν να είναι. Μα, να τώρα, τον λέω, κύριο Χάρπερ και νομίζω ότι δεν θα μπορέσω τον ξαναπώ ρεμάλι ή αχαΐρευτο. Πώς μπορώ να το κάνω; Όταν ένας νεαρός μιλάει τόσο καθαρά και ήσυχα σαν πραγματικός άντρας, για το τι θέλει, για το τι θα κάνει,  τι είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή του, που μπορεί και να τη χάσει, που μπορεί να του την πάρει ένας κιτρινιάρης, εκεί πέρα στον πόλεμο όπου θα το στείλουν. Λοιπόν, τα πράγματα αλλάζουν. Ναι! Αφού ο νεαρός Χάρπερ έγινε ένας άλλος. Ένας πραγματικός άντρας.

 Όλοι μιλάνε για τον πόλεμο. Εγώ απλά ακούω … Γι’ αυτό πήγα στον τάφο του κυρίου Τσάρλι σκασμένος. Ναι, έτσι το λέω χωρίς ντροπή! Και γιατί θα πείτε διάλεξες τον πεθαμένο κύριο Τσάρλι; Μήπως ήταν πράγματι φίλος; Πάντα εκείνος αγόρευε και ο γέρο-Κόουλ έλεγε, αυτό που πάντα λέει ένας νέγρος γέρος πορτιέρης, μάλιστα κ. Τσάρλι, έτσι έγινε  κ. Τσάρλι,  ορίστε κ. Τσάρλι.

Μπορεί λέω, η απόφαση του νεαρού Χάρπερ, να αλλάξει όλη τη ζωή του, να έρθει στη πόλη μας και να δηλώσει τα αισθήματά του για το κορίτσι των Άμπερκρομπι, έτσι ξεκάθαρα και να πάει στο πόλεμο, να με τάραξε. Γιατί πιστεύω πως έπεσα έξω  για τον Χάρπερ. Όπως και για τον κ. Τσάρλι… 

Ε, ας το πω και αυτό, τώρα! Είναι κι αυτό το γράμμα που βρήκα, όταν είδα νεκρό τον κ. Τσάρλι στο δωμάτιο του εκείνο το βράδυ, πριν 2 μήνες. Αυτό το γράμμα ήταν πεσμένο στο πάτωμα και χωρίς να το σκεφτώ, πήρα και το διάβασα. Ήταν ένα κομμάτι χαρτί κομμένο από ένα μπλοκ αλληλογραφίας, διπλωμένο μία φορά στη μέση. Ήμουνα σαστισμένος, το έβαλα στην τσέπη μου χωρίς να σκεφτώ για να έχω τα χέρια μου ελεύθερα, καθώς του έκλεινα τα μάτια και έσιαζα το κεφάλι, του άμοιρου, του κ. Τσάρλι. Όταν ήρθαν οι άλλοι δεν είπα τίποτα σε κανένα. Ούτε στο γιατρό ούτε στον αστυνόμο. Μετά κατέβηκα κάτω. Ήταν ένα περίεργο σημείωμα. Γιατί κατάλαβα ότι το είχε γράψει ο ίδιος ο κ. Τσάρλι στον εαυτό του. Αλλόκοτο πράγμα να γράφει κάνεις στον εαυτό του και μάλιστα λίγο πριν πεθάνει…

 

Βάλε τα ρολόγια σου, Τσάρλι Κόλτον. Α, αυτά τα ρολόγια τα χρυσά! Κάποτε δεν σου άρεσαν τα χρυσά, τίποτε χρυσό. Τα ρολόγια που σ’ άρεσαν ήταν,  τα παλιά, με εκκρεμές και με κούκο, μη σταματάς να τα ονειρεύεσαι, Τσάρλι Κόλτον. Ονειρέψου το σαλόνι μας, αυτό το παλιακό βαρύ σαλόνι και τους ξεχειλωμένους, τους καναπέδες, και αυτή να κάθεται κατάχαμα με το χλωμό της προσωπάκι και τις ξανθές μπουκλίτσες, θυμάσαι;... μία φωτεινή μέρα, με το ποτάμι πέρα να λαμπυρίζει και να ακούγεται κάπου από μακριά ένα λυπητερό νέγρικο, γλυκό τραγούδι, με εκείνους τους βαθιούς, ζεστούς, λαρυγγισμούς που σε έκαναν να ανατριχιάζεις, να ανατριχιάζεις πάντα… μα κάποια στιγμή σταμάτησες να ανατριχιάζεις… Την ξέχασες τη μικρή σου Ντόλυ. Τώρα κάθεσαι εδώ, φαφούτης, γκρινιάρης, με φακίδες στα χέρια σου που τρέμουν. Μπορείς να θυμηθείς; Να, τώρα θυμάσαι… εκείνο το σαλόνι, εκείνο το φως, από αιωρούμενες ακτίνες και φωτεινούς κόκκους σκόνης καθώς τους έβλεπες να πέφτουν λοξά από τις μισογυρτές γρίλιες… και τώρα τι; Τι κι αν  ανατριχιάζεις. Εσύ, και τα ολόχρυσα ρολόγια σου να κρέμονται από το  μοναδικό γιλέκο σου και μαζί μ’ αυτά, η γλυκιά σου Ντόλυ και οι πεθαμένοι, και τα δήθεν γλέντια, τα πόκερ, τα σαλούν,  όλα ψεύτικα. Και τώρα καληνύχτα.  Ναι, καληνύχτα, Τσάρλι Κόλτον

 

 Όταν το διάβασα στα γρήγορα σάστισα, γιατί ένας άνθρωπος σαν τον κ. Τσάρλι  δεν φανταζόμουν πως θα έγραφε έτσι, για τη ζωή του. Γιατί η ζωή με τα ολόχρυσα ρολόγια του, ήταν που τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους εδώ γύρω.

Κι απ’ όλους, εγώ μόνο ήξερα… ήξερα ποια ήταν η Ντόλυ και το σαλόνι που γράφει στο σημείωμα. Μου είχε μιλήσει μερικές φορές, πολύ πιωμένος. Αλλα θαρρώ πως δεν  το μετάνιωσε που είχε μιλήσει για μία τόσο προσωπική υπόθεση στον πορτιέρη του ξενοδοχείου Coahoma, στο Φρίαρς Πόιντ. Όταν τον είδα πεθαμένο, θαμμένο κάτω από τα χρυσά ρολόγια του κι αυτό το γράμμα που μόλις πριν είχε γράψει, άρχισα να καταλαβαίνω. Δηλαδή, μου μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά. Έριξα  μία ματιά στο ποτήρι με το νερό… αναζήτησα γύρω-γύρω το μπουκαλάκι με τα χάπια διγοξίνης που έπαιρνε για την καρδιά του. Το φιαλίδιο ήταν άδειο. Τότε  κατάλαβα τι είχε κάνει στον εαυτό του, γιατί την προηγούμενη μέρα το είχα δει σχεδόν γεμάτο. Έβαλα το φιαλίδιο για να μην το βρει ο γιατρός, μαζί με το γράμμα στην τσέπη μου και από κείνη τη στιγμή κρατούσα το μυστικό του κυρίου Τσάρλι Κόλτον. Πήγα να ειδοποιήσω τον κ. Τσέρτς. Δεν έβγαλα τσιμουδιά όταν ο κ. Τζεικόμπς ο γιατρός, έφτιαξε μπροστά σε όλους μας το χαρτί του θανάτου του κυρίου Τσάρλι Κόλτον, ετών 78, γεννηθέντα στο Κολόμπο, Μισισιπή, αποβιώσας από φυσικά αίτια στις 26 Οκτωβρίου 1941. Ο Θεός ας με συγχωρέσει  για αυτή μου την αποκοτιά. Μπορεί και να έχω κάνει κάποια μεγάλη αμαρτία. Κρύβοντας το  φιαλίδιο με το φάρμακο που πήρε ο άνθρωπος και φαρμακώθηκε. Καθώς και το γράμμα που θα πρέπει να ήταν σαν το σημείωμα, που αφήνουν πριν σκοτωθούν οι αυτόχειρες…

 Δεν ξέρω, αλλα μέσα μου έχω κάτι, που μου λέει ότι έκανα το σωστό πράγμα. Αν ο Τσάρλι Κόλτον ήθελε να κάνει γνωστό στον κόσμο πως ο ίδιος, αφαίρεσε τη μοναδική ζωή που του έδωσε ο Κύριος Ημών, θα είχε γράψει κάτι που θα απευθύνονταν – όχι σ’ εμένα φυσικά, ούτε στον Χάρπερ - αλλά τελοσπάντων σε κάποιον. Όμως αυτό το σημείωμα, το παράξενο, φανέρωνε ξαφνικά ένα κύριο Τσάρλι, τόσο πληγωμένο, με μία καρδιά που μάτωνε για χρόνια από καιρό…

 Ήξερα ότι είχε γεννηθεί λίγο μετά τον εμφύλιο στο Κολόμπο, του Μισισιπή εκεί έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, στο σπίτι των γονιών της μητέρας του. Ο πατέρας του, ένας έμπορος από το Saint Louis περνούσε το πιο πολύ καιρό εκεί και λίγο ενδιαφέρονταν για την οικογένεια του. Ζούσαν πολύ φτωχικά μαζί με τους γονείς της μητέρας του. Ήταν απ’ αυτούς τους κτηματίες βαμβακιού του Νότο που ο εμφύλιος τους τσάκισε. Οι τράπεζες μέσα σε λίγα χρόνια με τις υποθήκες, τους πήραν την πιο καλή γη και έγιναν σχεδόν ακτήμονες, από κει που ήταν αφεντικά με δούλους.

Ποιον, θα μου πείτε και γιατί ενδιαφέρουν αυτά; Η ζωή και η τύχη ενός πλασιέ υποδημάτων;

 Ένας θεός ξέρει γιατί φορτωνόμαστε το μυστικό ενός ανθρώπου που δεν είναι οικογένειά μας,  ούτε καν της ίδιας φυλής, ούτε καν φίλος … Mα κάτι γίνεται μέσα μας… κι αυτό το μυστικό, αυτού του ανθρώπου που λιγάκι, ένα τόσο δα, γνωρίζουμε στη ζωή, μας διαλέγει… σαν να έχουμε ένα σημάδι αόρατο από όλους τους άλλους. Μας σπρώχνει να το φέρουμε έξω στο φως, έξω στον αέρα. Να του δώσουμε τη φωνή που του ανήκει, που χάθηκε στο δρόμο της πραγματικής ζωής. Και έτσι έγινε με εμένα… δηλαδή, πρέπει εγώ, ένας θεόφτωχος μεροκαματιάρης, που τα κόκκαλα μου έχουν σκεβρώσει απ’ τη δουλειά και το χαμαλίκι μίας ζωής, να το φορτωθώ αυτό το μυστικό, να ισιώσω το κορμί μου, να βάλω τα δυνατά μου, την πιο καλή φωνή μου, και να σας πω, πώς πέθανε ο κύριος Τσάρλι, ποιος ήταν.

 Όμως πιστέψτε με, δεν είναι για μένα μεγάλος κόπος, να πάρω πάνω μου το κρυφό πόνο ενός ανθρώπου που γνώρισα και ήταν καλός άνθρωπος. Θέλω να πω, πως λέγοντας τι συνέβη εδώ στο Φρίερς Πόιντ, τη στιγμή που ο κόσμος όλος είναι ανάστατος και φοβισμένος από τον πόλεμο που έχει φτάσει ακόμα και σε αυτό το ξεχασμένο μέρος, ε, τότε… παίρνω κι εγώ τη θέση μου κάπου, μέσα σε κάτι, ζωντανός ακόμα. Να, αυτό είναι! Αυτό θέλω να πω! Πως όσο ακόμα ζω και μπορώ να μιλήσω για το μυστικό του Τσάρλι Κόλτον, τότε λέω στον εαυτό μου. Γέρο Κόουλ, είσαι στα αλήθεια ζωντανός και έχεις αποκτήσει ένα καλό σκοπό, και αυτό με κάνει να νιώθω περισσότερο από το λίγο παραπάνω από το τίποτα, που μ’ έχουν κάνει, να νομίζω, πώς είμαι.

Ξέρω πλέον, πως ότι μου είχε πει ο κ. Τσάρλι μέσα στις σούρες του, για το σπίτι του και την Ντόλυ, τη μόνη αγάπη της ζωής του, δεν ήταν μωρολογίες ενός μεθυσμένου, αλλά η πραγματική πληγή που τον ακολούθησε μέχρι το τέλος του.

 Θα τα πω όσο πιο καλά μπορώ να θυμηθώ…

Ο νεαρός Τσάρλι έφυγε από το Κολούμπους όπου έτσι κι αλλιώς κακοπερνούσε μετά το θάνατο της μάνας του, ούτε καν 16 χρονών, κίνησε να πάει στο Saint Louis στον έμπορο πατέρα του. Όπως κατάλαβα, δεν τα πήγαινε με τον γέρο του καλά, ούτε με το σχολείο, που το παράτησε. Ξαναγύρισε στο Κολούμπους. Είχε ένα επιπλέον λόγο πέρα από τα αδέλφια του. Ο λόγος ήταν η Ντόλυ! Πρώτη ξαδέρφη του, η μοναχοκόρη του αδερφού της μητέρας του. Ήταν μόλις ένα χρόνο πιο μικρή από τον Τσάρλι και όμορφη σαν άγγελος του παραδείσου. Είχαν αγαπηθεί από όταν ο Τσάρλι ήταν έξι χρόνων και η Ντόλυ πέντε. Μου το ‘πε ο κ. Τσάρλι αυτοπροσώπως - δεν ξέρω πόσο είχε πιει όταν μου το είπε - αλλα το πίστεψα αμέσως, τόσο αληθινός  μου φάνηκε όταν μου το ‘πε.

 Η συμπάθειά που είχαν τα δύο ξαδέρφια μεταξύ τους δεν κρύβονταν. Ενόχλησε  την οικογένεια. Και ξαφνικά η Ντόλυ βρέθηκε παντρεμένη προτού κλείσει τα 16, άρον άρον με έναν Τεξανό με τα διπλά χρόνια, μεγαλύτερό της. Την πήρε μαζί του στον τόπο του, την ίδια μέρα που έγινε η παντρειά. Λίγο μετά ο νεαρός Τσάρλι γύρισε στο Saint Louis για να καταλήξει πωλητής και τελικά πλασιέ υποδημάτων. Ως πλασιέ άρχισε να πηγαίνει και στο Τέξας για δουλειές, για να έχει αφορμή να βλέπει την αγαπημένη του εξαδέλφη. Αυτή, περνούσε πολύ άσχημα μ’ αυτόν τον σκληρόκαρδο άντρα. Την γκάστρωσε και πριν καλά-καλά το καταλάβει, το κορίτσι γέννησε πέντε παιδιά μέσα σε λίγα χρόνια και η καρδιά του κ. Τσάρλι ράγισε. Γιατί η Ντόλυ, όπως μου έδωσε να καταλάβω, δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αφήσει το σύζυγο και τα παιδιά που της αράδιαζε, για να φύγει μακριά με τον πλασιέ υποδημάτων, Τσάρλι Κόλτον. Μετά αρρώστησε από τα νεύρα της και αυτός ο γελαδάρης άντρας της άρχισε να την κακομεταχειρίζεται. Και μία μέρα την βρήκαν να κρέμεται από ένα σχοινί, στο στάβλο με τα άλογα. Κρεμάστηκε η καημένη, η κοπέλα, δεν ήταν ούτε 27 χρόνων.

 Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική αγάπη του κυρίου Τσάρλι. Οι μόνες γυναίκες που γνώρισε ήταν ελεύθερες γυναίκες σε σπίτια ή μοτέλ σε διάφορες Πολιτείες του Νότου. Σε όλη τη ζωή του, μέχρι το τέλος ήταν ένας άνθρωπος διχασμένος, σαν κομμένος στα δύο. Απέξω ήταν ο κύριος Τσάρλι, ο θρύλος του Δέλτα με τα χρυσά ρολόγια, τα πούρα, τη ζωή στα μπαρ, με ποτά, πόκερ, γλέντια και μία δυνατή φωνή, με παράστημα όλο σιγουριά και έμφαση. Μα μέσα του είχε κλείσει τον άλλο Τσάρλι, έναν πληγωμένο, αδύναμο Τσάρλι που θρηνούσε την άμοιρη Ντόλυ του. Έναν τρυφερό κ. Τσάρλι, απρόσιτο, που έχασε τη μοναδική ευκαιρία να βρεθεί μ’ αυτό που ποθούσε από παιδί.

Βλέπετε, υπάρχουν άνθρωποι σε αυτή τη γη που η καρδιά τους κατά ‘πως φαίνεται είναι πλασμένη από το Δημιουργό μας, μόνο για ένα και μοναδικό άλλο πλάσμα. Κι όταν χαθεί αυτό το μοναδικό πλάσμα περιφέρονται εξουθενωμένοι, χωρίς να μπορούν να βρουν αναπαυμό. Κωφοί  σε κάθε άλλη φωνή ή κάλεσμα για πάντα.

 Το φτωχό μου, το κεφάλι δεν το χωρεί! Μου φαίνεται όλο αυτό, σαν μία κατάρα και δυσκολεύομαι να δω τον κύριο Τσάρλι καταραμένο!

Να, λοιπόν τι έκανα. Χθες το μεσημέρι πήγα στο νεκροταφείο. Ο τάφος του κ. Τσάρλι είναι ακόμα φρέσκος, πάνε μόλις δυο μήνες. Μόλις είχε ψιλοβρέξει, είχε αυτόν το καιρό, όπου ο ήλιος παίζει κρυφτό με κάτι σβέλτα, ατίθασα, σύννεφα που τρέχανε πάνω στον ουρανό σαν να γυρίζουν σελίδες σε ένα μεγάλο βιβλίο, κάπως έτσι λέω, θε να ‘ναι το βιβλίο του Θεού. Και εγώ πήγα και στάθηκα πάνω από το μνήμα του κυρίου Τσάρλι! Γιατί ήμουνα σκοτισμένος και ήθελα να μιλήσω με κάποιον και είδα τότε ολοκάθαρα ότι δεν είχα κανέναν να τα πω και αυτός να με ακούσει.  Ναι, ξέρω ακούγεται πολύ στενάχωρο και σίγουρα είναι.  Στο θεό σου, είπα στον εαυτό μου, γέρο-Κόουλ πήγες και έπιασες κουβεντούλα στον τάφο του κ. Τσάρλι; Κι έτσι έγινε, αυτό ακριβώς έκανα…

Ναι, τώρα κάθομαι και μονολογώ, πάνω στον τάφο του κυρίου Τσάρλι και μόνο εγώ ξέρω όλη την ιστορία απ’ την αρχή, απ’ όπου ξεκίνησε, μέχρις εδώ στο Φρίερς Πόιντ, της πολιτείας Μισισίπι.

Κ.Β. 31.12.2019

art-pictures from www.HistoryToday.com/life-Mississippi