Όταν το δυτικό βλέμμα κατευθύνεται στο Ισλάμ, εγείρει ορισμένες θεμελιώδεις ερωτήσεις: είναι συμβατό το Ισλάμ με τη νεωτερικότητα, με το λαϊκό κράτος, με τη δημοκρατία, με την ελευθερία της έκφρασης, με την ανεξιθρησκία; Με άλλα λόγια, είναι συμβατό με τον εκκοσμικευμένο ουμανισμό; Ωστόσο, αυτό το βλέμμα συσκοτίζεται από μια a priori απάντηση: όχι, αυτά δεν είναι συμβατά και δεν μπορούν να είναι.
Στο όνομα της ijtihad (προσπάθεια ερμηνείας), θα ήθελα να επιχειρήσω, εγώ που τοποθετούμαι στην πλευρά των παρατηρούμενων, διαφορετικές απαντήσεις, με την ελπίδα να βελτιώσω την ποιότητα αυτού του ραγισμένου καθρέφτη, έστω και πολύ λίγο. Ασφαλώς, το Ισλάμ, ως συνεκτικό και στατικό ιδεώδες, θεμελιωμένο σε αιώνιες αρχές, δεν είναι συμβατό παρά μόνο με τον εαυτό του. Με αυτή την έννοια, αρνείται, απορρίπτει και καταπολεμά στο έπακρο την εκκοσμίκευση και τον ουμανισμό, κατά το πρότυπο κάθε άλλης μεγάλης θρησκείας, η οποία θεωρείται από την οπτική του αιώνιου χαρακτήρα της. Όμως το Ισλάμ ως ζώσα και δυναμική πεποίθηση, προσαρμοζόμενο σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα και σε μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες, αποδείχτηκε συμβατό με τις κύριες μορφές κράτους και με τις ποικίλες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, που δημιούργησε η ιστορία της ανθρωπότητας: από τη μοναρχία στη δημοκρατία, από τη φυλετική οργάνωση στην αυτοκρατορία, από την πόλη-κράτος της αρχαιότητας στο σύγχρονο εθνικό κράτος. Εξίσου, το Ισλάμ ως θρησκεία, η οποία ανήκει στην παγκόσμια ιστορία και εκτείνεται σε 1400 χρόνια, αδιαφιλονίκητα κατόρθωσε να καθιερωθεί σε μεγάλη ποικιλία κοινωνιών, πολιτισμών και τρόπων ζωής· από τον φυλετικό νομαδισμό στον βιομηχανικό καπιταλισμό, περνώντας από τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, την αγροτική φεουδαρχία και τον μερκαντιλισμό.
Σε συσχέτιση με αυτά τα ιστορικά γεγονότα, θα έπρεπε να είναι λίγο πιο ξεκάθαρο ότι το Ισλάμ όφειλε να είναι πολύ ευέλικτο, προσαρμοστικό και ευάγωγο, ώστε να επιβιώσει και να εξαπλωθεί κάτω από τόσο αντιφατικές και μεταβλητές συνθήκες. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κατ’ αρχήν κάτι που να εμποδίζει το Ισλάμ να προσαρμοστεί και να γίνει συμβατό με την εκκοσμίκευση, τον ουμανισμό, τη δημοκρατία, τη νεωτερικότητα κλπ. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι το Ισλάμ πραγματικά εξελίσσεται ή δεν εξελίσσεται προς αυτή την κατεύθυνση εξαρτάται από μια ιστορική ενδεχομενικότητα και μια κοινωνική-πολιτισμική δυνατότητα· καθώς αυτά συναρτώνται με το τι κάνουν πραγματικά οι μουσουλμάνοι ως φορείς των ιστορικών αντιθέσεων.
Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι στο απόγειο της Ισλαμικής Επανάστασης, οι θριαμβεύοντες αγιατολάχ δεν επανίδρυσαν το ισλαμικό χαλιφάτο (ενώ υπήρξε σιιτικό χαλιφάτο), ούτε εγκαθίδρυσαν το δωδεκαδικό δόγμα των ιμάμηδων. Για πρώτη φορά στη μακρά ιστορία της χώρας, έθεσαν σε ισχύ μια δημοκρατία, με εκλογές, δικαίωμα ψήφου σε όλους, σύνταγμα εμπνευσμένο από το γαλλικό σύνταγμα του 1958, κοινοβούλιο όπου υπάρχουν πραγματικές διαμάχες, πρόεδρο, υπουργικό συμβούλιο, πολιτικές μερίδες και το ανάλογο ενός ανωτάτου δικαστηρίου. Τόσοι θεσμοί που δεν έχουν καμία σχέση με το Ισλάμ ως ορθοδοξία και δόγμα, αλλά έχουν μεγάλη σχέση με τη σύγχρονη Ευρώπη και τους πολιτικούς θεσμούς της. Αυτό είναι ακόμα πιο δηλωτικό, καθώς ο ιρανικός κλήρος, θεματοφύλακας της ορθοδοξίας και της δογματικής καθαρότητας του σιιτισμού, υπήρξε στον ρου της ιστορίας θηριώδης αντίπαλος των δημοκρατικών ιδεών, καταγγέλλοντάς τις σαν απολύτως ξένες προς τη θρησκεία. Εν ονόματι της ισλαμικής ορθοδοξίας και της απόρριψης των ευρωπαϊκών προτύπων και των εισηγμένων θεσμών, είχε κατορθώσει να αποτύχουν όλα τα προηγούμενα εγχειρήματα μεταρρυθμιστικών ηγεσιών, οι οποίες προσπαθούσαν να ανακηρύξουν τη δημοκρατία. Σε πείσμα της ισλαμικής φρασεολογίας τους, οι λόγοι, οι αντιπαραθέσεις και η ιδεολογικοπολιτική πολεμική των ιρανών κληρικών, θεματοφυλάκων της πίστης, έχουν υπαγορευθεί ουσιωδώς από τις ιστορικές συνθήκες της παρούσας πολιτικής και κοινωνικο-οικονομικής συγκυρίας και όχι από τις δογματικές απαιτήσεις της ισλαμικής ορθοδοξίας. Έτσι, ο δημόσιος λόγος των μουλάδων δεν ασχολείται τόσο με τη θεολογία, το χαλιφάτο, το ιμαμάτο κλπ όσο με τον οικονομικό σχεδιασμό, την κοινωνική μεταρρύθμιση, την αναδιανομή του πλούτου, τον ιμπεριαλισμό, την οικονομική εξάρτηση, τη θέση των λαϊκών μαζών σε αντίθεση με τις τεχνοκρατικές ελίτ ή ακόμα με θέματα όπως η ταυτότητα, η νεωτερικότητα, η αυθεντικότητα κλπ. Είναι προφανές πως η ιστορική ανάγκη δημοκρατικής διάρθρωσης στο Ιράν επικράτησε της δογματικής ισλαμικής, αντιδημοκρατικής παράδοσης.
Δεν υπήρξε ποτέ στον αραβικό κόσμο η συνταρακτική κεμαλική εμπειρία, στην οποία θα ανακηρυσσόταν από τα πάνω κοσμικό κράτος, επισήμως διαχωρισμένο από τη θρησκεία, όπως συνέβη με την ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας μέσα από τις στάχτες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η διαδικασία είχε φτάσει στο απόγειό της με την περίφημη κατάργηση του χαλιφάτου από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1924. Αντιθέτως, το κίνημα της εκκοσμίκευσης στις κυριότερες αραβικές κοινωνίες υπήρξε αργό, άτυπο, διστακτικό, πραγματιστικό, σταδιακό, γεμάτο από ημίμετρα, από επιμέρους συμβιβασμούς, από επιγαμίες συμφέροντος, από προσωρινές υποχωρήσεις και χρόνιες αναβολές, αλλά δεν υπήρξε σε καμία φάση συνταρακτικό. Θα μπορούσαμε να έχουμε πλησιάσει μια ανάλογη κατάσταση, κοντινή στο κεμαλικό πρότυπο, με τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, στον απόηχο της εθνικοποίησης της διώρυγας του Σουέζ το 1956· πράξη ηρωική και απεριόριστα δημοφιλής στο σύνολο του αραβικού κόσμου. Τέτοια μέτρα, όμως, δεν πήρε ποτέ ο Νάσερ, κάτι που ευνόησε, ως αντίδραση, μια πραγματική ρήξη, υπό τη μορφή της ισλαμικής παραδοσιοκρατίας, του ένοπλου στασιαστικού ισλαμισμού κλπ.
Εντούτοις, σε χώρες-κλειδιά όπως η Αίγυπτος, το Ιράκ, η Συρία ή η Αλγερία, δεν υπάρχει τίποτα σχεδόν στην κοινωνία, το οποίο να διευθετείται δυνάμει των ισλαμικών αρχών και σε συμμόρφωση με τη σαρία ή που να λειτουργεί σύμφωνα με το θεολογικό δόγμα και τις επαγγελίες του. Εκτός του πεδίου της προσωπικής κατάστασης, της ατομικής πίστης και της ιδιωτικής ευλάβειας ή ανευλάβειας, ο ρόλος του Ισλάμ έχει αδιαμφισβήτητα υποστραφεί μέχρι το περιθώριο της δημόσιας ζωής. Όποιος εξετάζει, σε ένα από αυτά τα κράτη, τα εργοστάσια, τις τράπεζες, τις αγορές, το σώμα των αξιωματικών, τα πολιτικά κόμματα, τους κρατικούς μηχανισμούς, τα δικαστήρια, τις τέχνες, τα ΜΜΕ κλπ, οφείλει να καταλήξει στο προφανές: υφίσταται πολύ μικρό ποσοστό θρησκείας στο πλαίσιό τους. Ακόμα και σε μια χώρα σαν τη Σαουδική Αραβία, όπου η διευθύνουσα φυλετική ελίτ περιβάλλεται τόσο επιδεικτικά τα ενδύματα της αυστηρής μουσουλμανικής ορθοδοξίας, του πουριτανισμού, της πειθαρχίας και της κοινωνικής ορθοφροσύνης των Βεδουΐνων, η αντίφαση ανάμεσα στις εξωτερικές επίσημες αξιώσεις και στην πραγματική ζωή κατέστη τόσο μεγάλη, τόσο οξεία και τόσο εκρηκτική, ώστε αυτοί που παίρνουν ακόμα στα σοβαρά τις θρησκευτικές αξιώσεις οργάνωσαν την ένοπλη εξέγερση, η οποία σφετερίστηκε τους αγίους τόπους της Μέκκας το 1979, κλονίζοντας συθέμελα το βασίλειο. Ο δηλωμένος στόχος τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το να ανατρέψουν αυτόν τον διχασμό· δηλαδή να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή την αντίφαση ανάμεσα στην επίσημη ιδεολογία και την πραγματικότητα, προσαρμόζοντας άκαμπτα την καθημερινότητα της Σαουδικής Αραβίας στην επίσημα διακηρυσσόμενη θρησκευτική ορθοδοξία.
Στις αραβικές δημοκρατίες, τα σημεία αναφοράς της εθνικής εκκοσμίκευσης --σύγχρονο ημερολόγιο με το νέο εορτολόγιό του, σύμβολα, μνημεία, ιστορικά αξιοθέατα, μάχες, ήρωες, τελετές και ημέρες μνήμης-- σηματοδοτούν τη δημόσια ζωή, εκτοπίζοντας τα παλιά θρησκευτικά σημεία αναφοράς στο περιθώριο. Περισσότερο από το να επικυρώνουν την ανέφικτη εκκοσμίκευση του Ισλάμ, οι ισλαμιστές καταγγέλλουν «την επισκίαση και την περιθωριοποίηση του Ισλάμ»· «την απουσία του Ισλάμ σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, διότι περιορίστηκε στην προσευχή, στη νηστεία, στο προσκύνημα και στην ελεημοσύνη»· το ύφος με το οποίο «το Ισλάμ αντιμετωπίζει τη χειρότερη δοκιμασία της ύπαρξής του, απέναντι στον υλισμό, τον ατομισμό και τον εθνικισμό»· τον τρόπο με τον οποίο «τα σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα, χωρίς να είναι ευθέως επικριτικά προς τη θρησκεία, καταλύουν στην πράξη την ισλαμική σύλληψη του κόσμου και τις σύμφυτες πρακτικές»· τον τρόπο με τον οποίο «η ιστορία του Ισλάμ και του αραβικού κόσμου γράφεται, διδάσκεται και εξηγείται, χωρίς αναφορά στη θεία παρέμβαση»· τον τρόπο με τον οποίο «τα σύγχρονα έθνη-κράτη, κατ’ όνομα μουσουλμανικά, μολονότι δεν ανακηρύσσουν ποτέ τον διαχωρισμό του κράτους από το τζαμί, καταλύουν εντούτοις το Ισλάμ ως τρόπο ζωής, εφαρμόζοντας πρακτικά μια μορφή λειτουργικού διαχωρισμού της θρησκείας από το κράτος, που είναι ακόμα πιο ολέθρια».
Αυτοί οι εξτρεμιστές σταθμίζουν με τον δικό τους τρόπο τη φύση των σύγχρονων δυνάμεων και διαδικασιών, οι οποίες διαρρηγνύουν τον παραδοσιακό ιστό των μουσουλμανικών κοινωνικών, μορφωτικών και πολιτικών χαρακτηριστικών. Είναι πιο διορατικοί από ό,τι οι κοινωνιολόγοι, ειδικοί, μουλάδες και θεολόγοι, οι οποίοι εξακολουθούν να κοσκινίζουν το κλισέ, σύμφωνα με το οποίο «το Ισλάμ δεν θα μπορούσε να εκκοσμικευθεί». Κατά συνέπεια, αγανακτούν ζωηρά από το γεγονός ότι το σύγχρονο Ισλάμ έχει πάει μακριά προς την κατεύθυνση της ιδιοποίησης, της προσωποποίησης κι ακόμα της εξατομίκευσης της θρησκείας, σε σημείο που επιτρέπει να γίνονται οι θεμελιώδεις αρχές του πεποιθήσεις, προαιρετικές πρακτικές· τελετουργικές και λατρευτικές. Με σκοπό να αναστρέψουν αυτή τη φαινομενικά αναπότρεπτη τάση, πηγαίνουν στον πόλεμο, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, ώστε να υλοποιήσουν αυτό που αποκαλούν «επανισλαμοποίηση» των κοινωνικών, μορφωτικών και πολιτικών πρακτικών, που είναι μόνο κατ’ όνομα μουσουλμανικές.
Δεν αγανακτούν λιγότερο ζωηρά για την έκταση της αποσταθεροποίησης, του κλονισμού και της αλλοίωσης στην παραδοσιακή έμφυλη ιεραρχία εντός των σύγχρονων μουσουλμανικών κοινωνιών· για την αργή διάβρωση της παραδοσιακής εξουσίας των ανδρών επί των γυναικών, που συνοδεύει τους μείζονες κοινωνικούς μετασχηματισμούς, όπως είναι ο εξαστισμός, το πέρασμα στην πυρηνική οικογένεια, η επέκταση της εκπαίδευσης, η μόρφωση και η μισθωτή εργασία των γυναικών· για τη σταθερή αύξηση των υποχρεώσεων, ευκαιριών και διεξόδων, που αποσπούν τις γυναίκες από αυστηρά παραδοσιακούς ρόλους· για την τάση να εγκαινιάζονται πιο ισότιμες σχέσεις μεταξύ των φύλων στον έγγαμο βίο και γενικά· για την κοινωνική αναπαραγωγή, μέσα από την κοινωνικοποίηση των παιδιών σύμφωνα με προδιαγραφές που θεωρούν ως εντελώς ξένες προς το Ισλάμ.
Από εκεί πηγάζει η μανία τους ενάντια σε καθετί που σχετίζεται με τον φεμινισμό, ο ευερέθιστος λόγος τους αναφορικά με τη μουσουλμανική οικογένεια και το μέλλον της, η μεγάλη εκτίμηση που αποδίδουν στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μέσω της θρησκείας και το προσκλητήριο τους να επανισχύσουν, για τις γυναίκες, τους νέους και την οικογένεια γενικότερα, οι παραδοσιακές προδιαγραφές του σεβασμού, της υπακοής, της διάκρισης των φύλων και της αποκλειστικής υποταγής στον αρσενικό αρχηγό του νοικοκυριού. Οι μουσουλμανικές χώρες γενικά και οι αραβικές χώρες ειδικότερα γνώρισαν, από τα τέλη του 19ου αιώνα, μια αδιάλειπτη διαδοχή ζωηρών αντιπαραθέσεων, συζητήσεων, πολεμικής, αναιρέσεων, ανασκευών και διαμαχών σχετικά με τη γυναικεία χειραφέτηση και τις συνέπειές της για τον ρόλο των γυναικών συνολικά στην κοινωνία, την κοινωνικοποίηση των παιδιών και τη μορφή των προδιαγραφών, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να αναπαραχθεί η κοινωνία.
Για να αποδώσουμε πιο γλαφυρά αυτή την κατάσταση, θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε σε ένα άρθρο του Ναγκίμπ Μαφχούζ, το οποίο περιγράφει την ασαφή και πολύπλοκη συνθήκη ενός τυπικού μουσουλμάνου από το Κάιρο, καθώς έρχεται σε επαφή, εκών άκων, με τα παράδοξα και τις αντινομίες που προκύπτουν καθημερινά από μία ιστορική κίνηση εκκοσμίκευσης μακράς διάρκειας, την οποία οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται συγκεχυμένα και μέσα από ένα αδιαπέραστο πρίσμα: «Διάγει σύγχρονη ζωή. Υπακούει στο αστικό και ποινικό δίκαιο δυτικής προέλευσης, εμπλέκεται σ’ ένα σύνθετο πλέγμα κοινωνικών και οικονομικών συναλλαγών και ποτέ δεν είναι σίγουρος για τον βαθμό που συνάδουν ή όχι με την ισλαμική του πίστη. Το ρεύμα της ζωής τον παρασύρει και ξεχνά για κάποιο χρονικό διάστημα τις ανησυχίες του, μέχρι που, μια Παρασκευή, ακούει κάποιον ιμάμη ή διαβάζει τη σελίδα της θρησκείας σε κάποιο έντυπο, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες του με έναν κάποιο φόβο. Αντιλαμβάνεται ότι μέσα σ’ αυτή την καινούργια κοινωνία επισφραγίστηκε από έναν αναδιπλασιασμό της προσωπικότητάς του: το ένα μισό της ύπαρξής του θρησκεύεται, προσεύχεται, νηστεύει και πηγαίνει για προσκύνημα. Το άλλο μισό αποβάλλει αυτές τις αξίες στις τράπεζες, στα δικαστήρια και τους δρόμους, στους κινηματογράφους και τα θέατρα και μάλιστα στο σπίτι του, μαζί με τους δικούς του, μπροστά στην τηλεόραση».
* Το άρθρο του Sadik Jalal Al-Azm, με τίτλο « Au miroir de l’Occident », δημοσιεύθηκε στη μηνιαία εφημερίδα Le Monde diplomatique, τον Σεπτέμβριο του 1999. Ο συντάκτης του άρθρου έχει διατελέσει καθηγητής φιλοσοφίας στη Δαμασκό και στο Πρίνστον· ασχολήθηκε συστηματικά, μεταξύ άλλων, με το έργο του Καντ, του Μαρξ και με τις θεωρίες του οριενταλισμού.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Νίκος Σκοπλάκης