ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΚΤΕΑ ΥΛΗ
Ο τερματοφύλακας στεκόταν ακίνητος. Η μπάλα παίζονταν στην άλλη άκρη του γηπέδου, δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Η ακινησία του, μου τράβηξε το βλέμμα, απέπνεε μια ήρεμη σιγουριά, παρατηρούσε το παιχνίδι να εξελίσσεται απέναντι του, απόλυτα συγκεντρωμένος χωρίς ίχνος νευρικότητας.
Κοίταξα προς τα πάνω, ήταν η ώρα του δειλινού που ο ήλιος ραντίζει με χρυσάφι τις απέναντι πολυκατοικίες, ήδη οι κάτω όροφοι είχαν χαθεί σε ένα ασαφές ημίφως, ενώ οι πάνω καίγονταν στραφταλίζοντας στις τελευταίες ακτίνες.
Ο τερματοφύλακας στέκεται ακίνητος. Η αντεπίθεση πλησιάζει. Περιμένει. Ένα πλάγιο όχι πολύ δυνατό σουτ το αποκρούει εύκολα με προβολή του ποδιού, στέλνει τη μπάλα με τα χέρια προς το κέντρο, ριμπάουντ, του έρχεται πίσω, μπλοκάρει, ελεύθερο σουτ, ένας αντίπαλος παίχτης αποκρούει τυφλά, τη μαζεύει και την πετά με τα χέρια, με όλη του τη δύναμη.
Είναι μια τεράστια μπάλα, (λιγάκι ξεφούσκωτη μου φαίνετε). Το ματς συνεχίζεται. Μονότερμα. Τα γκολπόστ ορίζονται από ένα χαμηλό πεζούλι με πρασινάδες, όπου είναι γραμμένο με μαύρο σπρέι, ΕΠΑΛ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΝΤΙFA SOUTH. Το άλλο γκολπόστ είναι το πατίνι του τερματοφύλακα, όρθιο, κίτρινο πλαστικό.
Κανένας από το κοινό δεν δίνει σημασία στο μονότερμα που παίζεται μπροστά τους. Είναι απορροφημένο να ζωγραφίζει. Δυο κυρίες, κάποιοι νεαροί, ένας μεσήλικας, (όχι εγώ), και κορίτσια ακροβολισμένα στα πεζούλια ή στο γκαζόν των δημοτικών παρτεριών, προσηλωμένοι, σοβαροί με κραγιόνια, μολύβια και μπλοκ ζωγραφικής ή ιχνογραφίας. Παρατηρώ πως περιοδικά, σηκώνουν το κεφάλι τους και κοιτούν κάτι συγκεκριμένο απέναντι τους. Σύντομα αντιλαμβάνομαι ότι είναι αυτό που ζωγραφίζουν.
Γίνεται επίθεση από την αντίπαλη ομάδα. Δυο παίχτες εναντίον άλλων δυο που υπερασπίζονται την εστία του τερματοφύλακα. Με υπέροχη ντρίμπλα, ο πιο μικρός (ίσως οκτώ χρονών, όλοι οι παίχτες δεν είναι πάνω από δέκα), ξεφεύγει και εφορμά πλάγια δεξιά.
Για το μπόι του και το μέγεθος της μπάλας, το κοντρόλ του είναι εξαιρετικό, σουτάρει πλαγιάζοντας το μικρό κορμάκι του και λίγο πριν πέσει απ` τη φόρα, η μπάλα με φάλτσο μπαίνει γκολ. Σηκώνεται κουτσαίνοντας. Κάποιος λέει, ρε παιδιά να παίξουμε τα μήλα;
Ο τερματοφύλακας τώρα, έχει μαζέψει τη μπάλα, φοράει μαύρη βερμούδα καμπάνα και δίχρωμη φανέλα, έχει μια τεράστια φράντζα, που πέφτει λοξά στο πρόσωπο του. Γίνονται διαβουλεύσεις μεταξύ των παικτών και ο γκολτζής απομακρύνεται προς το καφέ Ζάτοπεκ, με ένα χοροπηδητό κουτσό. Προφανώς οι μεγάλοι πίνουν εκεί καφέ, πίσω από τις πρασιές και τις λεύκες, στο πεζόδρομο.
Ακούω πίσω μου, μπορείτε να μου πείτε πως βγαίνω στη Τσαλδάρη; Δεν γυρίζω. Ξέρω που είναι η Τσαλδάρη, αλλα όταν αιφνιδιαστικά με ρωτάνε στο δρόμο, τα χάνω, και έχω στείλει ανθρώπους αλλού για αλλού. Όταν επιτέλους γυρίζω, δυο κοπέλες που κάθονταν ζωγραφίζοντας στο γρασίδι πίσω μου, καθοδηγούν το κύριο με το μηχανάκι.
Το ματς έχει σταματήσει, δύο τρεις νεοφερμένοι πιτσιρικάδες και ένα ψιλόλιγνο κορίτσι που ρίχνει σε όλους ενάμισι κεφάλι, διαπραγματεύονται ζωηρά και το ματς ξαναρχίζει, δίτερμα λόγω των νέων αφίξεων.
Ένα αεροπλάνο ακούγεται να περνά από πάνω μας, αχνά , πολύ ψηλά.
Ο τερματοφύλακας έχει πάρει θέση δίπλα στο πατίνι του, σοβαρός. Δεν έχει πολλή δουλειά. Ο απέναντι καινούργιος τερματοφύλακας, ο πιο μικρούλης από όλους, τρώει δυο γκολ απανωτά.
Όλα είναι καθαρά. Οι ποδηλάτες και τα σκυλιά και οι ερασιτέχνες ζωγράφοι κολυμπάνε μέσα στο διαυγές απόγευμα του νεαρού Ιούνη. Είναι όλα τόσο αληθινά που μου φαίνονται σαν ψεύτικα.
Το φως γλυκαίνει καθώς η δύση το αδυνατίζει και αυτό ήρεμα και στωικά υποχωρεί, αντιστέκεται λίγο με τη γνώση πως αύριο και μεθαύριο και ίσως στον αιώνα τον άπαντα, θα είναι εκεί τέτοια ώρα ή περίπου, μια φωτεινή απαύγεια που γλιστρά, αλλάζει σχήμα, φιλάει τις ασήμαντες πλάκες των πεζοδρομίων και τους χαρίζει ζωή, χρώμα και νόημα.
Κ.Β. 2.6.2022