ΤΡΆΛΛΕΙΣ
Χιονόνερο και αέρας βορινός, από τη Μαύρη Θάλασσα, φυσούσε στη Πόλη, παγωμένος από τη χέρσα, κρύα γη της Ταυρικής.
Ο Δικαιοφύλαξ Γεώργιος Παχυμέρης, καθόταν δίπλα στο λυχνάρι τουρτουρίζοντας, η φωτιά είχε χωνέψει προ ωρών. Σκέψεις σαν μαύρα φίδια στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι του.
Ο Λιβέρης, ο διάκος που είχε για προσωπικό γραμματικό, τον παρακολουθούσε κοκαλωμένος, λιγότερο απ` το κρύο, περισσότερο γιατί αυτά τα μαυρόφιδα μέσα στο κεφάλι του αυτοκρατορικού Δικαιοφύλακα, κόντευαν να πεταχτούν έξω.
«Ξαναδιάβασέ μου την επιστολή του Φωκιανού, αυτό με τις Τράλλεις, θέλω να τo ξανακούσω».
«Ποιο, το θαύμα;»
«Ναι, το θαύμα», κόμπιασε ο γέρος, «ας πούμε … που λέει ο λόγος…»
Κάτι πήγε να πει ο διάκος, το καρύδι του λαιμού του ανεβοκατέβηκε, μετάνιωσε, έσκυψε στο λιγοστό φως και διάβασε:
***
… Πήραμε εντολή, εμείς οι στρατιώτες εν τη Ανατολή, να μαζέψουμε το λαό και να υπερασπιστούμε την πόλη των Τράλλεων. Τεθήκαμε υπό τη στρατηγεία του σεβαστού Μέγα Δομέστικου, δούκα Μιχαήλ Ταρχηνειώτη.
Οι Τουρκομάνοι - που είναι έφιπποι σκληροτράχηλοι και αυτάρκεις πολεμιστές, κινούνται γρήγορα, αποφεύγουν πάντα την μάχη εκ του συστάδην, αλλά επιδίδονται σε ανελέητο κλεφτοπόλεμο - άρχισαν τις επιδρομές κατά το μήκος του Μαιάνδρου μέχρι την Έφεσο. Για άλλη μια φορά τα χωριά και τα υποστατικά μας λεηλατηθήκαν και κάηκαν. Τα ελλιπώς φυλασσόμενα οχυρά καταστράφηκαν. Οι χριστιανοί υπέφεραν, προμήθειες δεν υπήρχαν, καμιά βοήθεια από την Πόλη, αντίθετα οι φοροεισπράκτορες του Λογοθέτη του Γενικού, ζητούσαν στο ακέραιο τους φόρους, λες και δεν είχαμε πόλεμο, πράγμα που μας εξόργιζε και πίκραινε.
Η ύπαιθρος ερημώθηκε. Εκείνος ο χειμώνας [1281/82] ήταν φοβερός, ο λοιμός και η πείνα θέριζαν…
Αυτό το χειμώνα της πείνας, στις Τράλλεις κυκλοφορούσαν στο λαό φήμες και ιστορίες για τέρατα και σημεία. Και να τι έγινε.
Μια απ` αυτές τις διαδόσεις μιλούσε για έναν πυρσό αναμμένο, που εμφανίζονταν στα τείχη και περιδιάβαινε τις νύχτες στους έρημους δρόμους της πόλης. Κανείς δεν έβλεπε κάποιον να κρατά το δαυλό και όποιος τολμηρός τον πλησίαζε, εξαφανιζόταν και μετά εμφανιζόταν αλλού. Φόβος ενέσκηψε, οι νυχτερινές περίπολοι και οι βίγλες είχαν τόσο φοβηθεί που ο στρατοπεδάρχης διέταξε όσοι αρνούνταν την υπηρεσία να μαστιγωθούν για παραδειγματισμό. Όμως συνέβη το εξής θαυμαστό. Ο αδελφός του καστροφύλακα, ο οποίος ήταν εκ γενετής κωφός και άλαλος συνάντησε στο δρόμο του, ένα βράδυ τον αναμμένο πυρσό φάντασμα. Μόνο που αυτός είδε ολοκάθαρα, ότι τον κρατούσε ένας άντρας ψηλός, ευγενής, με αρματωσιά αρχιστράτηγου. Δεν ήταν άλλος από τον κυρ-Ιωάννη Βατάτζη Λάσκαρη, τον αγαπημένο και προσφιλή όλων των Ελλήνων της Ανατολής, Bασιλέα της Νίκαιας, πεθαμένος από χρόνους 28. Και μίλησε στον κωφό που άκουσε πεντακάθαρα να του λέει, να μη δειλιάζουν οι χριστιανοί, να έχουν πίστη, γιατί κακό μεγάλο θα έβρισκε τους άπιστους και ο Σταυρός θα νικούσε… Και από εκείνη τη νύχτα που ο κωφάλαλος άκουσε και μίλησε σαν να άκουγε και να μιλούσε από πάντα, όλοι πίστεψαν το θαύμα, γιατί για το λαό της Μικρασίας, ο κυρ Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμονας είναι άγιος και θαυματοποιός.
Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τίποτα, μια και δεν είδα αναμμένο δαυλό και τον αδελφό του καστροφύλακα τον γνώρισα μόνο μετά το θαύμα, όταν άκουγε και μιλούσε.
Όμως αυτό το θαύμα, Δέσποτά μου, αντί να δώσει δύναμη στους χριστιανούς, τους έκανε να παρατήσουν τις οχυρές θέσεις στα τείχη, να αρχίσουν τις λιτανείες και τις ολονυχτίες στις εκκλησίες, με την προτροπή κάποιων ιερέων αλλα κυρίως καλογέρων.
Οι Τούρκοι επανήλθαν με επικεφαλής την ορδή του αμιρά Μεντεσέ, άρχισαν στενή πολιορκία. Τότε άρχισε το βάσανο της δίψας που με τις μέρες γίνονταν αβάσταχτο για τις σαράντα χιλιάδες ψυχές της πόλης.
Παρά τις προτροπές μας, όσων δεν χάσαμε το μυαλό μας από το θαύμα, όλο και πιο πολλοί αρνούνταν να πολεμήσουν, και όταν εμείς οι αξιωματικοί απειλήσαμε να καταφύγουμε στη βία, οι καλόγεροι εξαγρίωσαν τον όχλο και παραλίγο να σκοτωθούμε οι χριστιανοί μεταξύ μας…
Και οι Τράλλεις έπεσαν και έγινε σφαγή μεγάλη. Και όσοι δεν σφαχτήκαν, είκοσι χιλιάδες ψυχές πάρθηκαν σκλάβοι. Η καταστροφή και η ταπείνωση μας ατελείωτη…
***
Ο Παχυμέρης άφησε να του ξεφύγει ένας σφυριχτός στεναγμός και ο γραμματικός σταμάτησε το διάβασμα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, ακούνητος σα σαύρα σε καλοκαιρινό λιθάρι.
«Γράφε», μούγκρισε και το χέρι της σαύρας άρχισε να τρέχει πάνω στη περγαμηνή.
«Θα εξιστορήσω εδώ την Καταστροφή του κόσμου της καθ` ημών Ανατολής», είπε, και έλεγε όλη νύχτα και για πολλές ακόμα.-
…
(Απόσπασμα)
Κ.Β. 22.12.2021