…(απόσπασμα)
Εκείνη βγήκε από το μπάνιο για να πάρει ένα τσιγάρο απ` το πακέτο της που ήταν μέσα στο τσαντάκι. Μα το τσαντάκι είχε κάνει φτερά. Ντύθηκε και έφτιαξε καφέ, κατόπιν έκατσε και άρχισε να τον πίνει. Ήταν σίγουρη πως το τσαντάκι τόχε πάρει η θυρωρός και φυσικά, δεν θα το έπαιρνε πίσω χωρίς να αποφύγει ένα άγριο καυγά. Σκέφτηκε το θέμα κάμποση ώρα και τελικά πήρε την απόφαση να κατέβει, καθώς μέσα της ξυπνούσαν άγριες διαθέσεις. Ακούμπησε το φλιτζάνι του καφέ προσεκτικά στο κέντρο του τραπεζιού και κατέβηκε τη σκάλα με σταθερό βήμα. Κατέβηκε τα τρία πατώματα και διέσχισε ένα στενό χολ, ώσπου να βρει την θυρωρό που καθάριζε τον φούρνο και είχε στο πρόσωπο της καρβουνόσκονη.
- Μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις το τσαντάκι μου. Δεν έχει καθόλου χρήματα μέσα. Μου το έχουν κάνει δώρο και δεν θέλω να το χάσω.
Η θυρωρός τέντωσε το σώμα της και την κοίταξε καλά καλά μ` ένα σταθερό βλέμμα και μάτια που είχαν μια κόκκινη χροιά απ` το καθάρισμα του φούρνου.
- Όταν λες τσαντάκι σε τι αναφέρεσαι;
- Το τσαντάκι μου, το υφασμένο με χρυσοκλωστή που το πήρες πάνω από τον ξύλινο πάγκο του δωματίου μου, έκανε εκείνη, πρέπει να μου το δώσεις.
- Στο όνομα του θεού, ούτε που είδα τσαντάκι, τι άλλο θέλεις απ` τον όρκο μου; είπε η θυρωρός.
- Ε, λοιπόν κράτα το, έκανε εκείνη πικρόχολα, κράτα το αφού το θέλεις τόσο πολύ. Και βάλθηκε να φύγει.
Τότε της ήρθε στο μυαλό πως ποτέ της δεν κλείδωνε τις πόρτες, πως είχε σε όλη της τη ζωή ένα πολύ παράξενο συναίσθημα, δεν είχε ψυχισμό ιδιοκτήτη παρ` όλο που οι φίλοι της την προειδοποιούσαν και πολλές φορές γελούσαν με αυτή της τη συνηθεία, μα δεν είχε τύχει να χάσει τίποτα ποτέ της. Ένιωθε ευχαριστημένη με το στοιχείο αυτό του χαρακτήρα της, γιατί ήταν κατι που τη λύτρωνε από πολλούς μπελάδες και άγχη και γλύτωνε από χίλιους δυο ψυαναγκασμούς που οδηγούν όλες αυτές οι καχυποψίες και που συνήθως δηλητηριάζουν τις ζωή όσων τις έχουν.
Αυτή τη στιγμή όμως, αισθάνθηκε πως την είχαν ληστέψει, της είχαν αφαιρέσει αμέτρητα πολύτιμα πράγματα από κεινα που μένουν μέσα μας ανομολόγητα: αντικείμενα που χάθηκαν από δικό της σφάλμα, αντικείμενα που είχε ξεχάσει η αφήσει σε σπίτια απ` τα οποία είχε μετακομίσει. Βιβλία που δάνεισε και δεν της τα επέστρεψαν, ταξίδια πούχε σχεδιάσει και δεν πραγματοποιήθηκαν, λόγια που περίμενε να ακούσει και δεν ειπώθηκαν, λέξεις που είχε παραλείψει να απαντήσει την κατάλληλη στιγμή, πικρές εναλλακτικές λύσεις που είχε δεχτεί … αφόρητα υποκατάστατα μορφών ζωής όπου το τίποτα θα ήταν καλύτερο, αδιέξοδα που είχε βρεθεί, αργές φθορές από φιλίες που χώλαιναν κι η βίωση του θανάτου ερώτων που είχαν λήξει χωρίς εξηγήσεις … Όλα, όσα είχε και τάχασε μες` το χρόνο και που τώρα είχε αισθανθεί ένα διπλό βάρος από όλες αυτές τις απώλειες.
Η θυρωρός την ακολούθησε καθώς εκείνη ανέβαινε τις σκάλες, κρατώντας το τσαντάκι της ενοικιάστριας ενώ τα μάτια της πετούσαν φλόγες. Της έδωσε το τσαντάκι με το ζόρι αφού είχε κάνει κάμποσα βήματα και της είπε:
- Μην με κατηγορείς. Θα πρέπει να ήμουν τρελή. Μου σαλεύουν τα μυαλά πότε πότε, στ` ορκίζομαι. Να, ο γιος μου μπορεί να σου πει.
Της είχε ήδη βάλει το τσαντάκι στα χέρια και συνέχισε:
- Έχω μια ανιψιά που είναι στα δεκαεπτά. Είναι όμορφο κορίτσι και σκέφτηκα να το δώσω σ` αυτήν. Χρειάζεται ένα χαριτωμένο τσαντάκι. Θα πρέπει ναμαι τρελή που έκανα αυτή τη κίνηση αλλά νόμισα πως ίσως και να μην το πρόσεχες πως το έχασες, γιατί αφήνεις ένα σωρό πράγματα σκόρπια εδώ και εκεί που μπορεί και να φανταζόσουνα πως σου παράπεσε.
Εκείνη είπε:
- Μου λείψε γιατί είναι δώρο από κάποιον …
- Θα σου έπαιρνε ένα καινούργιο αν έχανες αυτό. Η ανιψιά μου είναι νέα και χρειάζεται χαριτωμένα πράγματα, πρέπει να δίνουμε στους νέους την ευκαιρία να τα έχουν. Ένα σωρό νεαροί ενδιαφέρονται γι` αυτήν κι ίσως κάποιος θελήσει να την παντρευτεί. Πρέπει ναχει ωραία πράγματα. Βλέπεις τώρα είναι η εποχή που τα χρειάζεται. Εσύ είσαι μεγαλούτσικη, θα χεις, ζήσει και ζήσει πράγματα, θα πρέπει να με καταλαβαίνεις, είπε η θυρωρός.
Κουνώντας το τσαντάκι μπροστά στη μούρη της θυρωρού είπε έντονα:
- Δεν ξέρεις τι λες! Να, πάρτο, άλλαξα γνώμη. Πραγματικά δεν το θέλω!
Η θυρωρός γύρισε και την κοίταξε και είπε:
- Τώρα πια δεν το θέλω, εγω. Η ανιψιά μου είναι νέα και όμορφη, δεν χρειάζεται να το τονίσει με κανένα τρόπο, έτσι κι αλλιώς είναι νέα και όμορφη! Νομίζω πως εσύ είσαι που το χρειάζεσαι περισσότερο από εκείνην.
- Στο κάτω κάτω το τσαντάκι δεν είναι δικό σου είπε περιφρονητικά και δεν χρειάζεται να κάνεις σαν είμαι εγώ που το έκλεψα από σένα
- Όχι από μένα, από εκείνη είναι που το κλέβεις, είπε η θυρωρός, της γύρισε τη πλάτη και κατέβηκε τη σκάλα.
Εκείνη άφησε το τσαντάκι πάνω στο τραπέζι της, κάθισε να πιει το καφέ που είχε κρυώσει πια και συλλογίστηκε:
Το μόνο κλέφτη που πρέπει να φοβάμαι είναι ο εαυτός μου γιατί στο τέλος θα μ` αφήσει χωρίς τίποτα.
Katherine Anne Porter(May 15, 1890 – September 18, 1980)
The theft είναι ένα διήγημα από το Flowering Judas and Other Stories, 1930
Πηγή: ΣΚΟΡΠΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ από τις εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ-ΣΙΓΑΡΕΤΑ,1986, σε μετάφραση
ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (πιθανόν εξαντλημένο)
Στο νετ στα ελληνικά δεν βγαινει τιποτα για την Κ.Α.ΠΟΡΤΕΡ (βραβειο Pulitzer)
Είναι όμως, ιδιαίτερα στη μικρή φόρμα του διηγήματος, μεγάλη συγγραφέας.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ (READ MORE) ...ΕΔΩ
Κ.Β.12.09.2014