Κατέβηκε από την ασθενική βέσπα που κάποτε ήταν κόκκινη -αν μάντεψα σωστά στο ημίφως της κακοφωτισμένης οδού Θεσσαλονίκης –και κατευθύνθηκε, κυρτωμένος σαν σουγιάς προς μια γυναίκα που μόλις έστριβε από τον παράδρομο δεξιά, προς τη μεριά μου, όπως περπατούσα αμέριμνος. Ούρλιαζε στην κακομοιριασμένη, εμφανώς τρομοκρατημένη γυναίκα, βρισιές. Και αφήνοντας τη βέσπα στο ρελαντί αναμμένη, πέρασε από μπροστά μου και κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος της. Έμοιαζε μεσόκοπος με φάτσα αλογομούρικη, σπασμένη, λιπόσαρκος και καμπουριασμένος, φορούσε ένα φθαρμένο κόκκινο μπουφάν και τζην παντελόνι.
- Να ξεκουμπιστείς, να φύγεις, παλιοκαργιόλα, γαμώ το σπίτι σου, να μη σε ξαναδώ … μην ξαναπατήσεις … σκατιάρα, θα σε σκοτώσω … Ο «σουγιάς» την πλησίαζε απειλητικά κυρτώνοντας όλο και πιο πολύ, ενώ αυτή κάτι μουρμούριζε και προχώρησε επιταχύνοντας. Η γυναικούλα κρατούσε ένα κινητό στο ένα χέρι και μια ταλαίπωρη, νάιλον σακούλα σουπερμάρκετ στο άλλο. Φορούσε παντόφλες.
Είχα σταματήσει και στράφηκα προς τα πίσω στην κατεύθυνση των δυο, η γυναίκα μπρος και αυτός από πίσω, σχεδόν κολλητά πια.
Ένιωσα δυσφορία. Κυρίως δεν πίστευα ότι μες στα καλακαθούμενα της ησυχίας μου και της αθώας επιστροφής σπίτι μου με τα πόδια, αυτό το βράδυ θα καταστρέφονταν από τον σχεδόν βέβαιο -όπως διαγράφονταν- ξυλοδαρμό μιας ανυπεράσπιστης γυναίκας. Τώρα αυτός της έκοβε το δρόμο, σχεδόν την ακουμπούσε, αυτοτροφοδοτούμενος από την ίδια του τη λεκτική βία.
Τώρα θα την κτυπήσει σκέφτηκα, ακίνητος, ακινητοποιημένος στον μισοέρημο δρόμο. Τι θα κάνω, αναρωτήθηκα ταραγμένος, θα βάλω τις φωνές, να του αποσπάσω την προσοχή από πάνω της, καταρχήν. Και μετά; Αν αυτός δε χαμπάριαζε και την άρπαζε από τον λαιμό; Ή αν ακόμα χειρότερα τον εξόργιζα περισσότερο και έρχονταν καταπάνω μου; Φαίνονταν να είναι από τους τύπους που αφήνονται και ίσως κατά βάθος επιδιώκουν να αφεθούν σε τέτοια ξεσπάσματα. Τό 'ξερα αυτό το συναίσθημα που φλερτάρει στα όρια του αμόκ, το έχω νιώσει, είναι ένας πειρασμός … κάποια κύτταρά μου θυμήθηκαν αυτόν τον πειρασμό και ανατρίχιασα από ανησυχία.
Άρχισα να τον αναμετρώ, φαινόταν κακομοίρης. Ίσως αν τον κλωτσούσα πρώτος στ' αρχίδια, ήταν η πρώτη μου σκέψη, όμως αυτός έχει το πλεονέκτημα της οργής, της τρέλας που καταλαμβάνει τους βίαιους, που μοιάζει με μέθη. Ο αντίπαλος που μπαίνει στη σκηνή της βίας από έξω, έχει κρύο αίμα, είναι σε μειονεκτική θέση. Είναι ο αμυνόμενος ακόμα και αν αποφασίσει να επιτεθεί πρώτος! Σκεφτόμουν σαν πολυβόλο, πάντα ακίνητος, καρφωμένος στη θέση μου.
Λίγοι οι περαστικοί και αυτοί μακριά… Είχα την αίσθηση ότι στη σκηνή που εκτυλίσσονταν υπήρχε μόνο το ζευγάρι της λεκτικής βίας και έβλεπα ότι η ώρα που αναγκαστικά, θα έμπαινα και εγώ, έφτανε.
Αλλά έχω τα χάλια μου, σκέφτηκα όλο και πιο ανήσυχος και έκανα να γυρίσω προς την αρχική μου κατεύθυνση, προς τον προορισμό μου, σπίτι, αλλά όχι, δε γίνονταν, θα φρίκαρα ακόμα πιο πολύ. Άρχισα να σκέφτομαι, πιο σωστά να προσομοιώνω στο μυαλό μου μια παράλογη πάλη ανάμεσα σε μένα και τον σουγιά και να τρώω όχι μόνο το λεκτικό ξύλο, αλλά πραγματικό ξύλο, μετά να γίνομαι έξαλλος από την ταπείνωση, να κάνω κάτι τρελό μέσα στον πόνο μου, κάτι ακραίο… Όπως το να χώνω τα δάκτυλά μου στα μάτια του με λύσσα να τα συστρέφω και να τα βγάζω, να τον κλωτσώ με μανία να χυθούν τα μυαλά του, φανταζόμουν, τρομοκρατημένος μήπως μου έκανε κάτι αντίστοιχα αισχρό πρώτος αυτός…
Ξαφνικά, χωρίς να σταματήσει να βρίζει, παράτησε τη γυναίκα που μες σε δευτερόλεπτα χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο, καβάλησε, μαρσάροντας τη βέσπα και βρίζοντας επιδεικτικά σαν να απευθύνονταν στη γειτονιά, στους περαστικούς, σε μένα αλλά και συγχρόνως μόνος του, αγνοώντας τα πάντα, χωρίς να βλέπει, δοσμένος στην οργή του εξαφανίστηκε στον παράδρομο από όπου είχε εμφανιστεί προηγουμένως η γυναίκα. Το μόνο που είχα καταλάβει, ήταν, πως θα τη σκότωνε αν έφερνε ξανά ζώα να του βρωμίσουν δεν ξέρω γω τι…
Προχώρησα, αλλά τώρα οι φανταστικές εικόνες βίας με κατέκλυζαν. Για μερικά λεπτά στο κεφάλι μου, κακοποιούσα και κακοποιούμουν. Και συνέχισα, έτσι, να βαδίζω …
Νύχτωσε για τα καλά.
Σταθμός ΗΣΑΠ Πετράλωνα. Κάτω Πετράλωνα. Η κίνηση πιο πυκνή, μαγαζάκια και περιστασιακά μηχανάκια ή κάποιος ποδηλάτης, να κάνουν ζιγκ ζαγκ στον πεζόδρομο- πάρκιν μπροστά από τον σταθμό.
Δυο κοιλαράδες κύριοι με βροντερές φωνές, μοναδικοί πελάτες στο πρώτο από τα μεζεδοπωλεία, όπως πλησίαζα, τσιμπολογούσαν τσίρους και πατζαροσαλάτα. Το τραπεζάκι τους φαίνονταν υπερβολικά μικροσκοπικό για το μέγεθός τους. Κι όμως δεν καταλάβαινα τίποτα από ό,τι έλεγαν, οι συλλαβές έσκαγαν στα αυτιά μου χωρίς να μπαίνουν μέσα. Είχα φτάσει μπροστά στις σκάλες του σταθμού και ξαφνικά ένιωσα κουρασμένος, δεν ήθελα να περπατήσω άλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα στην πλατφόρμα που γράφει «προς ΠΕΙΡΑΙΑ».
Ναι, είπα, αυτό είναι το καλύτερο, και κοίταξα τη φωτεινή επιγραφή, 8 λεπτά για το επόμενο τρένο. Αρκετός χρόνος για να ξεκουραστώ στον άδειο σταθμό, μετά αν θέλεις να συνεχίσεις τον περίπατο κατεβαίνεις στον επόμενο σταθμό και πας με τα πόδια, είπα, προσπαθώντας να με βάλω σε ένα ανακουφιστικό και κάπως ανέμελο τριπάκι. Κάθισα να περιμένω, ενώ άκουγα από κάτω τις μπάσες φωνές του ζεύγους των φωνακλάδων κυρίων να ανεβαίνουν και αυτές την πλατφόρμα. Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω γρι.
Δεν έκανα καμιά κίνηση να βγάλω εισιτήριο. Δεν βγάζω εισιτήριο. Το κάνω συχνά τελευταία, ιδίως τα βράδια και μόνο στη γραμμή του ΗΣΑΠ. Στο μετρό έχω δει ελεγκτές, στον ΗΣΑΠ ποτέ. Επομένως στον ΗΣΑΠ τσάμπα, στο μετρό όχι τζάμπα. Εντούτοις είμαι πάντα σε επιφυλακή. Πάντα ήμουν και εξακολουθώ να είμαι νομοταγής, αλλά το 2.80 που μου στοιχίζει για τρεις ή τέσσερεις σταθμούς με έχει εξοργίσει και δεν είναι το μόνο που μ' έχει εξαγριώσει.
Προσεκτικά πάντα μπαίνω στο τρένο, παρατηρώ τους επιβάτες σαν κάποιος/οι από αυτούς θα κινηθούν ξαφνικά προς το μέρος μου και θα απαιτήσουν το ακυρωμένο εισιτήριο. Μόλις πλησιάζει ο συρμός σε σταθμό παρατηρώ με προσοχή τους επιβάτες που περιμένουν στην πλατφόρμα μέχρι να ακινητοποιηθεί, ποτέ κανένας δεν μοιάζει με ελεγκτή. Όμως μόνο άμα κλείσουν οι πόρτες και εξετάσω έναν προς έναν αυτούς ή αυτές που έχουν μπει και ο συρμός ξαναρχίσει να κινείται, τότε νιώθω ασφαλής και μπορώ να αρχίσω να ονειροπολώ και πάλι.
Ασθενικό φως, κίτρινο φως από τον στύλο της ΔΕΗ. Κάτω τσιμέντο. Και ένα κουκουνάρι, το μοναδικό που υπάρχει – από κάποιο από τα λίγα ασθενικά πευκάκια - για μπάλα.
Να είσαι δεκατεσσάρων και να παίζεις μπάλα με ένα κουκουνάρι στις 11 το βράδυ. Να παίζεις μπάλα με ένα λιγάκι αδύνατο κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών. Κανονικά. Ποδόσφαιρο με αράουτ και γκολ και ντρίπλες στο τσιμεντένιο δάπεδο, δίπλα σ' ένα σπασμένο παγκάκι, δίπλα σ' έναν έρημο νυχτερινό δρόμο της Καλλιθέας. Το κορίτσι να σε σπρώχνει με νεύρο, τα πόδια να μπλέκονται, πόδια σε πολυφορεμένα τζην παντελόνια. Αυτή γελάει δυνατά, όχι ρε μαλάκα. Το κουκουνάρι γδέρνεται στο τσιμέντο. Όχι ρε μαλάκα, έναν τόνο πιο ψηλά, χωρίς θυμό. Παρά λίγο να πέσει, την κρατάς, σε σπρώχνει ύπουλα, παρά λίγο να πέσεις. Το κουκουνάρι γδέρνει το τσιμέντο, δραπετεύει κάτω από το παγκάκι, πατικωμένο από το κλοτσήδι.
Λαχανιαστές αναπνοές και θόρυβοι της κεντρικής οδού πιο κάτω. Ηλεκτρικό φως από αυτούς τους απίστευτα ψηλούς λεπτούς στύλους που καμπυλώνουν και στο τέλειωμά τους έχουν λάμπες σαν τεράστια μάτια εντόμου σε μεγέθυνση, να κρέμονται και να στέλνουν προς το τσιμέντο που σκεπάζει αυτό που κάποτε ήταν ο Ιλισός ποταμός, το χλεμπονιάρικο φως τους.
Το ματς συνεχίζεται σοβαρό, με ένα ψηλόλιγνο αγόρι δεκατεσσάρων και ένα λιγάκι αδύνατο κορίτσι με μακριά μαλλιά.
Κ.Β.Λ. 05.05.2014