¨Δέν ξέρω τι να κάνω. με έχει αφήσει μόνη με ένα μωρό, τι κάνω όμως δεν ξέρω, το πήρα κι έφυγα και αισθανόμουν ωραία, ένα δικό μου παιδί για πρώτη φορά κατάδικό μου, αλλά τώρα κόλωσα, πάντα παρορμητική, έτσι παντρεύτηκα και τον άχρηστο, για να ξεφύγω και τελικα βούλιαξα πεισσότερο στα σκατά. Δεν ξέρω τι κάνω, με έχει αφήσει μόνη¨. Η Ελένη η αστυνομικίνα κοίταξε έντονα τον Κώστα σαν να ήξερε αυτός τι θα έπρεπε να γίνει.
¨Γιατί δεν γράφει τη συνέχεια; Βαριέται;¨τον ρώτησε επίμονα.
¨Α, όχι, δεν βαριέται, έχω όμως την εντύπωση οτι μας φοβάται λίγο, όχι φόβο αληθινό, είναι κάτι σαν δέος και τρομακτική έλξη¨είπε ο Κώστας λοξοκοιτώντας μηπως ερχόταν και κανεις άλλος.
¨Ξέρω πως με σκέφτεται, όχι συνέχεια, αλλά όταν με σκέφτεται ξεχνιέται εντελώς¨, ειπε η Ελένη ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα της. ¨Φτάνει στο σπίτι το βράδυ και με καλεί να έρθω να τη δω και γω έρχομαι και μου λέει τι να κάνω, πετάει στην άκρη τα παπούτσια της και μπαίνει στο μπάνιο να ξεπλύνει τις μπαγιάτικες σκέψεις. Μου θυμίζει εμενα όταν γύριζα από το τμήμα, άνοιγα την τηλεόραση σε ότι βρισκόταν και έτριβα τον σβέρκο μου μέχρι να κοκκινήσει. Με σκέφτεται τότε και αρχίζει να χαμογελάει.¨
Ο Έλλις στο απέναντι κάθισμα κοιτούσε αμίλητος τους άλλους, καθότι δεν μιλούσε ελληνικά, και σκεφτόταν. Αν ήξερε τη γλώσσα τους θα έλεγε οτι την είδε μια μέρα να μπαινοβγαίνει στα βιβλιοπωλεία. Εκεί έβλεπε τα βιβλία, έπαιρνε στα χέρια της αυτά με το καλύτερο εξώφυλλο, αν ήταν κίτρινα τόσο το καλύτερο, και τα χαϊδευε. Έτσι κι εκείνος, από τότε, όποτε νιώθει μοναξιά πηγαίνει σε ένα βιβλιοπωλείο και τριγυρίζει στις προθήκες και τα ράφια μέχρι να νιώσει ξανά γεμάτος και έτοιμος να σηκώσει το γιακά και να αντιμετωπίσει τον κόσμο στο ταξί του.
¨Αν ήξερα οτι απαγορεύεται να πεθαίνουμε στη λογοτεχνία, δεν θα την άφηνα να μου πειράξει ούτε τρίχα!¨, μια σκυφτή ηλικιωμένη κυρία πλησίασε την παρέα με ένα μπουκέτο υιάκυνθους στα χέρια. Αφού τα ακούμπησε στο τράπεζάκι, κάθησε με κόπο στην πολυθρόνα. ¨Ας είναι καλά εκείνη η καλή κυρία, δεν θυμάμαι πως τη λένε τωρα, που δεν θελει να διαβάζει για θανάτους, θα ΄μουν ζωντανή τώρα και ποιός θα με΄πιανε¨.
¨Εκείνη μας φτιάχνει, εκείνη μας πεθαίνει. Κι αν κι εγώ πεθάνω σαν εσένα, θα είμαι ευτυχισμένη. Στην αγκαλιά του μεγαλύτερου έρωτά μου να ξαναβρεθώ κι ας πεθάνω ¨, η Λίνα ερχόταν από την είσοδο του μαγαζιού και είχε μόλις ακούσει τα τελευταία λόγια της συζήτησης.
¨Τι να πούμε κι εμείς,¨συνέχισε αφού κάθησε μαζί τους, ¨ που μας μάζεψε μια ωραία μέρα του Σεπτέμβρη, εκεί που κάναμε το μπανάκι μας ωραίες και χαρούμενες, και μας έστειλε τη μπόρα να μας παγώσει το κορμί; Γιατί κυρία μου, τι σου ήρθε, κι εσύ εκεί ήσουν και έκανες ηλιοθεραπεία, θυμάμαι που μας κοιτούσες κάθε μια μας καλά καλά, που να φανταστώ οτι σκάρωνες τέτοιο χουνέρι. Έτσι μας έριξαν και την κρίση μια μέρα στα κεφάλια μας, και που να κρυφτούμε, μαζευτήκαμε όλοι μαζί κάτω από μια φτηνή ομπρέλα. Ευτυχώς που ήταν κι αυτή εκει...¨
¨Και μετά; Τι έγινε μετά;¨ρώτησε ο Κώστας με ενδιαφέρον περισσότερο για το κορίτσι και το στήθος του παρά για την εξέλιξη της ιστορίας.
¨Μετά γίναμε κολλητές, κι επειδή δεν μοιάζουμε έχει και πιο πολύ ενδιαφέρον. Κάνουμε πολλά μαζί. Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας άλλης ιστορίας.¨
¨Έχει γραφτεί; Γιατι αν εχει γραφτεί τοτε δεν εχεις καμμια θεση εδω αποψε, βγες και διασκέδασε. Όσοι μαζευτήκαμε εδώ έχουμε παράπονα από τη συγγραφέα¨, ύψωσε τη φωνή η Ελένη. ¨Μας έχει αφήσει χωρίς συνέχεια, μετέωρους, εγώ με ένα παιδί στην αγκαλιά να τρέχω στα στενά της Κυψέλης, ο άγγλος από ό,τι μπόρεσα να καταλάβω με τα νοήματα, τον εχει κρεμάσει τον καψερό σε συρματόσκοινα μέσα στο χιόνι, ο Κώστας τραβιέται με διαζυγια και η γιαγια... ε η γιαγιά μαλλον δεν μπορεί να το κουνησει από κει που βρίσκεται...¨
¨Κρίμα το κορίτσι, να του ζητάμε κι άλλο. Ξυπνάει νωρίς, τρέχει να χτυπήσει κάρτα, εγώ το λυπαμαι πολύ. Επειδή γράφει βράδυ το λέω, και ξενυχτάει..., πότε θα κοιμάται;¨ είπε η γιαγιά στρώνοντας καλύτερα τα λουλούδια στο τραπέζι αφού εισέπραξε τα αποδοκιμαστικά βλέμματα των άλλων. ¨Μήπως υπάρχει ένα βάζο δεσποινις;¨ρώτησε την γκαρσόνα που έσπευσε να απομακρυνθεί.
¨Να μη γινόταν συγγραφέας¨, ειπε ο αφηρημένα ο Κώστας αλλά με ανανεωμένο ενδιαφέρον για την παρέα μιας και άλλα κορίτσια είχαν φτάσει και κάθονταν ήδη στο τραπέζι. ¨Αυτόν τον ανάπηρο τι τον έφεραν;¨ψυθίρισε στο αυτί της Ελένης που του έδωσε μια κλωτσιά. Ο ανάπηρος παρήγγειλε προφιτερόλ και είπε με στόμφο:
¨Την ξέρω χρόνια, πολλά περισσότερα από εσάς. Όλοι παίρνουμε είδηση όταν γράφει. Κοιμάται λίγο όπως είπατε, βγαίνει πολύ και τσαντίζεται που όλο ξεχνάει το μπλοκάκι της, χαμογελάει σαν χαζό όταν βρίσκει το παρακάτω. Δεν πιστεύει ουτε μια στο εκατομύριο οτι θα γράψει ενα ολόκληρο βιβλίο μόνη της.¨ Στο μεταξύ το προφιτερόλ ήρθε και άρχισε να το καταβροχθίζει.
¨Ε, να τη βοηθήσουμε. Αν προσπαθήσουμε να βρούμε ιδέες, δεν γίνεται να μείνουμε σε αυτή την ίδια κατάσταση για πολύ. Ο άγγλος θα κοκκαλώσει θα το έχουμε κρίμα στο κεφάλι μας, όσο για μας...¨
¨Εγώ δεν θέλω να πάρω διαζύγιο!¨διέκοψε την Λένα ο Κώστας που σαν να ξύπνησε.
¨Τι λέτε λοιπόν αρχίζουμε; Να σκεφτούμε εμεις τη συνέχειά μας, μήπως γίνουμε βιβλίο, μπορεί να πάρουμε και το Νόμπελ. Φέτος μια γιαγιά όλο με πεθαμένους το πήρε, τ’ ακούς εσύ κυρά μου μπορει και να κάνεις εσύ πρώτη το σουξέ¨. Τα κεφάλια κουνήθηκαν καταφατικά. Βάλθηκαν να σκέφτονται και απλώθηκε σιωπή για μερικά λεπτά. Ο Έλλις μιας και δεν μιλούσαν σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα, είχε σκάσει τόση ώρα.
¨Σωστή ιδέα, να περπατήσουμε! Περπατώντας έρχεται ευκολότερα η έμπνευση¨, και τραβώντας τον άναυδο Έλλις από το μπράτσο, η Λένα βγήκε καμαρωτή από το μαγαζί, ακολουθούμενη από την Ελένη, τον Κώστα, τη γιαγιά, τον ανάπηρο, και τα άλλα δύο κορίτσια.
OCT2013 απο την EV.A
ART BY Ansel Olson, Dayva & Daniel, DaedaLusT