Κάποτε η Σιμόνη έγραψε στον εραστή της, ηθοποιό Κ.:
«Κατά βάθος είμαστε πολύ παράξενοι εμείς οι δυό. Τριγυρνάμε πάνω σε τούτη τη γη λες και ζούμε μονάχα εμείς εδώ και κανένας άλλος. Έχουμε δεθεί με μια θεότρελη αγάπη, σαν να μη βρίσκαμε τίποτα άλλο να δικαιολογεί τη λέξη «αγάπη». Στην πραγματικότητα δεν είμαστε εραστές αλλά φίλοι, που συναντήθηκαν κάποτε τυχαία σ` αυτόν τον κόσμο. Δεν είμαι πλασμένη για φιλίες και δεν ξέρω τι καλό σου βρίσκω ώστε να σκέφτομαι τον εαυτό μου συνεχώς πλάι σου ή, τρόπον τινά, πίσω από την πλάτη σου. Σε λίγο θα φαντάζομαι το μυαλό σου σαν δικό μου μυαλό, τόσο πολύ βρίσκεσαι στη σκέψη μου. Αν συνεχιστεί αυτό, τότε πολύ σύντομα θα πιάνω με τα χέρια σου, θα περπατώ με τα πόδια σου και θα τρώω με το στόμα σου. Η αγάπη μας έχει στα αλήθεια κάτι μαγικό, δεν είναι καθόλου απίθανο οι καρδιές μας να πασχίζουν να χωρίσουν η μιά από την άλλη αλλά να μην μπορούν να τα καταφέρουν. Είμαι χαρούμενη που μέχρι τώρα δεν το έχεις καταφέρει αυτό, γιατί τα γράμματα σου ηχούν τόσο ευγενικά, κι εγώ με τη σειρά μου εύχομαι να παραμείνω δέσμια αυτής της μαγείας. Είναι αυτό καλό για μας; Αφού είναι τόσο συναρπαστικό γιατί να μην το παρακάνουν λιγάκι δυο εραστές;
Ταιριάζουμε μια χαρά εμείς οι δυο, ταιριάζαμε ακόμα και όταν μισούσαμε ο ένας τον άλλο και σχεδόν φτάσαμε στο ξύλο. Θυμάσαι; δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από αυτό το κάλεσμα, μαζί με μια γερή δόση υγιούς γέλιου, ώστε να ζωντανέψω, να ενώσω, να κολλήσω, να σχεδιάσω μέσα σου εκείνες τις εικόνες που στα αλήθεια αξίζουν να θυμόμαστε. Δεν θυμάμαι την αιτία, αλλά είχαμε γίνει θανάσιμοι εχθροί οι δυο μας. Ω, στα αλήθεια ξέραμε να μισούμε ο ένας τον άλλον. Οδηγημένοι από το μίσος, επινοούσαμε συνεχώς διάφορους τρόπους να βασανίζουμε και να ταπεινώνουμε τον άλλο…
Θυμάσαι ένα μεσημέρι – ήταν ένα ήσυχο, ζεστό, καλοκαιριάτικο μεσημέρι που η νέκρα του σε τρέλαινε – πως σε πλησίασα διστακτικά στην κουζίνα και σου ζήτησα να ξαναγίνεις κάλος μαζί μου; Πρέπει να ξέρεις ότι ήταν μια απίστευτη πράξη αυταπάρνησης το να βρω το δρόμο ανάμεσα στο αίσθημα ταπείνωσης και στο αίσθημα του πείσματος μέχρι να φτάσω σε σένα, στη μορφή του εχθρού που επέμενε να με απορρίπτει και να με περιφρονεί. Το έκανα όμως, και ευγνωμονώ τον εαυτό μου για αυτό. Αν με ευγνωμονείς κι εσύ η όχι, δεν μου καίγεται καρφί. Αυτό μόνο εγώ μπορώ να το κρίνω.
Πόσες απολαυστικές ώρες δεν έζησα μαζί σου έπειτα από εκείνη την στιγμή… μεμιάς σε έβρισκα ευαίσθητο, αξιαγάπητο, τρυφερό… περιπλανιόμασταν εκείνο το καλοκαίρι, εσύ, ο καλλιτέχνης , κι εγώ η θεατής και σχολιάστρια, στα γαλανά λιβάδια του νησιωτικής θάλασσας, βουτούσαμε στο άρωμα της αρμύρας, στην υγρασία του δροσερού πρωινού, στη ζέστη του μεσημεριού και στη ερωτιάρικη δύση του ηλίου! Τα πεύκα έβλεπαν τι κάναμε και τα αστέρια έβραζαν από οργή, επειδή δεν είχαν τη δύναμη να τσακίσουν τη νιόβγαλτη αγάπη μας. Το βράδυ γυρνούσαμε στο σπίτι διαλυμένοι, κατάκοποι, πεινασμένοι, σκοτωμένοι από την κούραση – και ξαφνικά μια μέρα έφυγες. Αχ, ο διάβολος να με πάρει, σε βοήθησα κι εγώ να φύγεις, λες και μου είχαν προσφέρει χρήματα για να σε διώξω ή σαν να βιαζόμουν να σε δω να παίρνεις δρόμο.
Σε έβλεπα να φεύγεις, για να πας να γνωρίσεις το μεγάλο κόσμο. Μα πόσο ελάχιστα μεγάλος είναι ο μεγάλος κόσμος, αγάπη μου!
Διασκευασμένο απόσπασμα (αρκετά ελεύθερα) από το βιβλίο ΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΤΑΝΝΕΡ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ, ΜΕΤΑΦΡ. ΠΑΤΕΡΑΣ Β. σελ.29-31, του Robert_Walser
Για τη λαθροχειρία SoniKeKala 5/10/2014