Τόπος: η πόλη της Βιέννης
Ποιοί: Έχουμε τρεις άντρες. Ένα μεσήλικα υπάλληλο σε διόδια, ένα γέρο φύλακα σε μουσείο, ένα φοιτητή.
Εποχή: Χειμώνας
Τις προηγούμενες από εκείνη την ημέρα έβρεξε πολύ και δυνατά, τόσο δυνατά που νόμιζε κανείς ότι είχε αναποδογυρίσει το ποτάμι.
Ο μεσήλικας
Ο μεσήλικας υπάλληλος των διοδίων βρίσκεται στο πόστο του και κόβει εισιτήρια όπως κάθε μέρα. Τα αυτοκίνητα περνούν σαν παρέλαση μπροστά του, τα χέρια απλώνονται ζητώντας και δίνοντας. Θα μπορούσε να τα κάνει ότι θέλει. Μέχρι και να τα χαϊδέψει. Αυτός θέλει να τα πιάσει και να τα κρατήσει ωσπου να πέσουν. Έχει δύναμη, πιστεύει. Το κουβούκλιο τον γιγαντώνει, γίνεται τετράγωνος, ψηλός και αν δεν του δώσεις δεν σε αφήνει να περάσεις. Να περάσεις τον δρόμο που στο βάθος έχει χαθεί και δεν υπάρχει. Η βροχή φταίει. Η βροχή και η ομίχλη μετά.
Ο γέρος
Ο γέρος φύλακας κάθεται στην καρέκλα στην άκρη της αίθουσας. Πονάει το πόδι του σήμερα από το πρωί. Από το παράθυρο το μόνο που φαίνεται είναι ίχνη των απέναντι κτιρίων, τα παράθυρα τους είναι σαν αναρίθμητες βούλες σε παράταξη αιώρησης. Και τίποτα άλλο. Η ομίχλη έχει σκεπάσει τα πάντα.
Ο φοιτητής
Ξενύχτησε πάνω στον υπολογιστή, απόψε είναι οι τελικές εξετάσεις με την παρουσίαση της μελέτης. Οι πρόβες στον καθρέπτη δεν απέδωσαν, κατέληγε συνεχώς να οικτίρει τον εαυτό του για την απεριόριστη ασχήμια του. Έτσι έκανε τις πρόβες στον τοίχο. Η ταπετσαρία να μη δείχνει τίποτα από αυτόν. Μόνο αφηρημένα σχήματα από ξεφτισμένα λαχούρια. Βάζει το ραδιόφωνο να ακούσει τελευταίες ειδήσεις. Βιαστική ανάγκη για τουαλέτα του κρύβει την είδηση για την καθίζηση σε ένα σημείο του δρόμου που οδηγεί στο Πανεπιστήμιο.
Ο γέρος
Η αίθουσα είναι άδεια πολλή ώρα τώρα. Έχει γείρει στον τοίχο και προσπαθεί να κοιμηθεί. Ο πόνος στο πόδι δεν τον αφήνει. Αναθεματισμένη υγρασία. Έχει από ώρα νυχτώσει, μια οικογένεια μπαίνει στην αίθουσα, γονείς και δυο παιδιά μικρά, ίσα που περπατάνε. Του λένε καλησπέρα με ευγένεια και με μια ματιά βρίσκουν στον τοίχο δίπλα του αυτό που ήθελαν. Τον “Λαγό” του Ντίρερ. Ο γέρος τρίβει τα μάτια του να μείνει ξύπνιος, σηκώνεται με δυσκολία όρθιος. Με την άκρη του ματιού του βλέπει ένα λευκό λαγό να τρέχει από την μια πόρτα στην άλλη. Κοιτά τους άλλους, είναι απορροφημένοι από τον άλλο λαγό, του πίνακα. Θα του φάνηκε. Τρίβει το πόδι που πονάει περισσότερο τώρα που σηκώθηκε.
Ο μεσήλικας
Ο δρόμος στο 25ό χιλιόμετρο έχει πάθει καθίζηση από την βροχή. Πρώτη φορά είδε τόσο δυνατή βροχή όσο δουλεύει στα διόδια, δηλαδή όσο ζει. Λένε για τρύπα τεράστια, πολύ βαθιά, σχεδόν δεν φαίνεται ο πάτος. Η τρύπα και η φήμη της έχουν πάρει μυθικές διαστάσεις. Άνοιξε η γη στα δύο είπαν όσοι είδαν. Είναι ώρα να σχολάσει, βγαίνει από το κουβούκλιο, το κλειδώνει και μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Δεν το βάζει μπροστά. Μέσα από το παρμπρίζ κοιτάζει προσπαθώντας με το βλέμμα να τρυπήσει την ομίχλη. Είναι τόσο πυκνή που δεν βλέπει παρά μόνο λίγα μέτρα. Αισθάνεται ένα κενό στο στομάχι. Κανένας δεν υπάρχει τριγύρω. Κάμποσα μέτρα πριν το δικό του κουβούκλιο έχουν αποκλείσει τον δρόμο με μεταλλικές μπαριέρες και διαχωριστές. Η συνεχής βοή από τα αυτοκίνητα που ακούει συνήθως, απόψε έχει γίνει μια εκκωφαντική σιωπή.
Ο γέρος
Πάντα μόνος, χωρίς φίλους και συγγενείς. Για χρόνια γύριζε ανάμεσα στους ζωγράφους. Ξεκινούσε το πρωί ξεκλειδώνοντας την πόρτα. Μετά ερχόταν η ασφάλεια και απενεργοποιούσε τους συναγερμούς. Μόνιμη επωδός μετα από το μασούλισμα του τοστ, το κροτάλισμα των κλειδιών στην τσέπη. Μετά η επίβλεψη διαγράφοντας οχτάρια. Ένας ένας πίνακας να είναι στη θέση τους. Ο φημισμένος «Λαγός» του 'Αλμπρεχτ Ντύρερ βρίσκεται εδώ από το 1502. Ανάμεσα στις Μαντόνες του Λεονάρντο Ντα Βίντσι έβλεπε υπερφυσικά, απόκοσμα οράματα, θεϊκές ένδοξες εμφανίσεις. Τη γυμνή σάρκα του Ρέμπραντ. Ασυγκράτητη πλημμυρίδα, χωρις ειρμό φράσεων, συσπασμένοι Ντελακρουά, ένα ακατανόητο σύμπαν. Ζαλισμένος έφευγε, σαν να τον κατετρεχε εφιάλτης. Κάθε βράδυ κλεινόταν στο βουβό σπίτι του, μέχρι την άλλη μέρα το πρωί που έμπαινε ξεκλειδώνοντας την πόρτα στη βουή του κόσμου τούτου και των περασμένων.
Ο φοιτητής
Κλείνει τον υπολογιστή και βάζει το παλτό του. Δεν παίρνει ομπρέλα, δεν βρέχει. Βγαίνοντας έξω η ομίχλη τον χτυπάει στο πρόσωπο σαν πανί ιστιοφόρου.
Ο μεσήλικας
Ο μεσήλικας πηγαίνει στο κέντρο, κάθεται σε μια καφετέρια, παρατηρεί τον κόσμο. Ξύλινη επένδυση, μπρούτζινοι πολυέλαιοι, χωρίς να είναι γεμάτο μια φασαρία ακούγεται. Ένας ζητιάνος έχει μπει και προσπαθούν να τον βγάλουν έξω, ο μεσήλικας σηκώνεται πιάνει τον ζητιάνο από το πέτο τον αδειάζει στο πεζοδρόμιο. Περπατάει στους δρόμους. Θλιβερή Βιέννη. Φώτα που απλώνονται στην ομίχλη. Διαβάτες που δεν φαίνοντα παρά μονο στο ένα μέτρο. Κάθεται σε ένα παγκάκι, επάνω στην πλάτη με τα πόδια να ακουμπούν στο κάθισμα. Ξαφνικά ένας λευκός λαγός περνάει κάτω από το παγκάκι, κάτω από τα πόδια του. Δεν έχει δει ποτέ λαγό, παρά μόνο στο Μουσείο και αυτός είναι καφέ, όχι λευκός. Σφίγγεται στο παλτό, έχει πυρετό, οι γιατροί δεν τον άφηναν να φύγει απο το νοσοκομείο, μετά τον έψαχναν αλλα ευτυχώς είχε δώσει λάθος διεύθυνση. Δεν θα τον βρουν ποτέ. Μακάρι να μην τον βρουν ποτέ. Όποιος τον ψάχνει, τι χαρά, δεν θα καταφέρει τίποτα. Βήχει, αισθάνεται και ειναι άρρωστος.
Ο γέρος
Η διαδικασία του κλειδώματος επαναλείφθηκε για εκατομυριοστή φορά. Ο γέρος ξεκίνησε μέσα στην ομίχλη για το σπίτι του.
Ο μεσήλικας
Καίγεται από τον πυρετό, μια εξωφρενική ιδέα περνάει από το μυαλό του. Να πιάσει το λαγό. Εκείνος τρέχει πάνω κάτω στην πλατεία, ο μεσήλικας τον ακολουθεί. Σαν τα χέρια που περνάνε κάθε μέρα από μπροστά του, τα άπειρα χέρια που δεν καταφέρνει ούτε καν να αγγίξει, ο λαγός ξεγλυστράει από δίπλα του. Αποφασίζει να τον ακολουθήσει με το αυτοκίνητο. Το κενό στο στομάχι δεν το προσέχει καθόλου. Ο λαγός τρέχει φρενιασμένα, με έναν περίεργο ζιγκ ζαγκ τρόπο, τον βγάζει έξω απο την πόλη. Η ομίχλη δεν τον αφήνει να δει τίποτα αλλά δεν τον απασχολεί, ακολουθεί τυφλα το λαγό, που φεγγίζει στο μάυρο του ουρανού και στο λευκό της ομίχλης. Η ανάσα του κόβεται. Ο λαγός είναι πια η αποστολή του. Το μόνο που βλέπει μπροστά του είναι το λευκό του κορμάκι μέσα στην ομίχλη και η διαχωριστική γραμμή του δρόμου. Ο λαγός τρέχει, περνάει κάτω από μεταλλικές μπαριέρες και δίπλα από διαχωριστές. Το αυτοκίνητο με τον μεσήλικα να οδηγεί καρφωμένος πίσω του συνεχίζει ακολουθώντας. Ομως αυτή ειναι γνώριμη εικόνα κι ας είναι θολή. Μια στιγμή ο λαγός σταματάει, γυρίζει και κοιτάζει προς το αυτοκίνητο. Πίσω του χάσκει η τρύπα του δρόμου. Η αχανής, ερεβώδης τρύπα που καταπίνει τα πάντα. Είναι πράγματι όσο μεγάλη λένε. Ο λαγός με ένα σάλτο βρίσκεται δεξιά. Ο μεσήλικας πλησιάζει την τρύπα, με την ταχύτητα που τρέχει κλάσματα δευτερολέπτου μένουν να πάρει την απόφαση: θα κινηθεί ευθεία ή θα ακολουθήσει τον λαγό;
Ο φοιτητής
Το ρολόι του καθεδρικού χτυπάει έξι ακριβώς. Πρέπει να βιαστεί για τη Σχολή. Ίσα που προλαβαίνει το λεωφορείο στη στάση. Στη διαδρομή η πόλη περνά φωτισμένη και θολή έξω από το παράθυρο, αυτός όμως βλέπει την αντανάκλαση του εαυτού του πάνω στο αντικρυνό τζάμι. Δεν γνωρίζει καλά την πόλη. Μικρή Βιέννη, χαριτωμένη. Την είχε φανταστεί πιο μεγαλειώδεις, όχι τα παλάτια αλλά να, κάτι στους ανθρώπους να ήταν διαφορετικό. Να του έκαναν λίγο παρέα, ας άρχιζαν με αυτό τουλάχιστον και μετά θα έβλεπε. Με αυτή την σκέψη νιώθει έναν πόνο στην ψυχή, ο δάσκαλος στο σχολείο έτσι το έλεγε. Κατεβαίνει στην αμέσως επόμενη στάση χωρίς να ξέρει που είναι και βάζει τα κλάματα, μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα των συνεπιβατών και του τζαμιού. Τρέχει και κλαίει γοερά, τριγύρω είναι εξοχή και δεν ακούγεται απολύτως τίποτα. Ένας λευκός λαγός μπερδεύεται στα πόδια του και παραλίγο να πέσει. Ο λαγός με ένα σάλτο εξαφανίζεται στην ομίχλη. Ο φοιτητής ξαφνιασμένος γυρίζει να δει. Ο λαγός λάμπει στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Ο φοιτητής μαζεύει τα πραγματά του και γελώντας με το θέαμα, περπατάει στην αντίθετη κατεύθυνση, προς την στάση. Θα περιμένει το επόμενο λεωφορείο. Δεν πονάει πια η ψυχή του και η τρύπα του δρόμου που χάσκει απομακρύνεται πίσω του.
Ο γέρος
Οι πεζοί λιγοστοί γύρω από τον γέρο που περπατάει αργά στο πεζοδρόμιο. Ο πόνος στο πόδι όλο και δυναμώνει, θέλει να πάει στο μαγειρείο να φάει κάτι, αλλάζει γνώμη λόγω του ποδιού. Θα πάει σπίτι να το βάλει στον πάγο, ναι, σίγουρα έτσι θα περάσει ο πόνος. Ένα λευκό λαγουδάκι εμφανίζεται μπροστά του και αρχίζει να κάνει κύκλους γύρω του. Ο γέρος εκνευρίζεται, σηκώνει το πόδι να το κλωτσήσει. Ο λαγός είναι πιο σβέλτος και του ξεφεύγει, τρέχει συνέχεια γύρω του. Ο γέρος έχει εγκλωβιστεί, δεν μπορεί να κινηθεί προς καμμία κατεύθυνση. Ζαλίζεται, βρίζει, φτύνει κάτω, το πεζοδρόμιο γλιστράει. Πέφτει κάτω, σωριάζεται σχεδόν. Άνθρωποι που περνούν εκείνη τη στιγμή από κοντά τρέχουν να δουν τι συμβαίνει. Τον σηκώνουν καθιστό και καλούν ασθενοφόρο. Ο λευκός λαγός χάνεται στο βάθος του δρόμου. Μέσα στην ομίχλη της Βιέννης, καθώς το ασθενοφόρο κατευθύνεται προς το νοσοκομείο, 60.000 χιλιάδες πίνακες ζωγραφικής, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Μπουοναρότι, ο Ρέμπραντ, ο Ρούμπενς, ο Λοραίν, ο Ντελακρουά, ο Μανέ, ο Σεζάν, ο Σίλε, ο Κλιμτ, ο Κοκόσκα, ο Ντύρερ, τον ευχαριστούνε.
{ο "λευκός λαγός" αποτελεί την συμβολική εικόνα μιας διαδρομής που οδηγεί στο σωστό προορισμό (ή μετασταθμό)}
ΓΕΝΑΡΗΣ2014
της Ε.Αλ.