Γυρίζω πάλι. Αισθήματα και εικόνες αρκούντως ασήμαντα και ανώδυνα, για αντιπαροχή.
Όμως.
Στέκεται στη κουπαστή, κοιτάζει, ίσως ονειρεύεται, ίσως μέσα της να κλαίει, ίσως τίποτα από αυτά, ίσως να είναι ανάξια λόγου.
Κάποτε τα μάτια, γυρίζουν διασταυρώνονται, αντιστέκονται και μετά φεύγουν προς σ` αλλά πεδία βολής.
Τι μπορούν να κάνουν τα μάτια? Τι μπορούν στα αλήθεια να πουν?
Μένω πάντα απορημένος για τι λένε. Είναι ένα μυστήριο και το αντιπαρέρχομαι. Αναγκαστικά. Μια άσκηση επώδυνη, με σήματα ακαριαία, τελεσίδικα, ανερμήνευτα να μένουν να αιωρούνται σαν ζωντανεμένη ηχώ.
Άγνωστοι γνωρίζονται ξαφνικά σε μια άλλη διάσταση για κλάσματα του δευτερολέπτου. Κανένας δεν το ξέρει, ούτε και αυτοί, οι άνθρωποι των ματιών, το προσέχουν. Κάτι μένει αιωρούμενο μεταξύ βολβού και σκέψης μέσα στο οπτικό, αισθητήριο νεύρο. Συνωστίζεται με χίλια άλλα ερεθίσματα για να αναδυθεί όταν αυτά σφαλνούν στον ύπνο. Άπειρες, σπασμένες εικόνες αναμιγνύονται, νέα ουσία, τροφή του εγκεφάλου που τότε μας εκδικείται, για όλες τις φτιαχτές μας πόζες, τους ρόλους που παίζουμε τη ημέρα.
Ελπίζω να σε επισκεφτώ, απόψε, καθώς θα σκύβεις πάνω από μαύρες κουπαστές. Ελπίζω να αντιστοιχεί και σε μένα ένα ψήγμα εκδίκησης από την αποτυχία μιας ολόκληρης μέρας.
Ταξιδεύουμε μαζί, μα είμαστε παρασάγγες μακριά. Αφουγκράζομαι, κάθε στάση του κορμιού σου, κάθε κίνηση – να! ισιώνεις τα μαλλιά σου – κάθε βήμα και κάθε ακουμπημα με το χέρι στο πηγούνι καθώς στηρίζεσαι στη κουπαστή του καραβιού.
Μα πάνω απ` όλα εγώ θέλω τα ιδεατά σπαθιά, όταν συναντώνται φευγαλέα, ανάμεσα από κεφάλια, ανασηκωμένους αγκώνες, κυρτούς ώμους, φωνές και φασαρία του καταστρώματος του Μήλος Εξπρές. Α, δεν θα σ` αφήσω έστω και για τόσο δα, αν δεν σ` αναστατώσω, αν δεν μπω σαν φωτεινό παράσιτο, να τρυπώσω μέσα βαθιά στους χιτώνες του βολβού σου.
Αυτό το είδος ανεπαίσθητου βιασμού κανένας δεν μπορεί να σταματήσει, να συλλάβει τον επιδρομέα, να υπερασπιστεί το θύμα!
Δεν έχω χέρια, δεν έχω γλώσσα, δεν έχω στόμα. Ακόμα και το μικρό μαλλιαρό ζώο μέσα μου πέθανε, μ` εγκατέλειψε.
Το μόνο που διαθέτω είναι αυτούς τους μικρούς απελπισμένους πίδακες από δω και από κει της χοντρής μου μύτης. Ασθενικοί, μυωπικοί και πάντα ανυπότακτοι κάνουν πάντα το δικό τους. Αναβλύζουν πάντα σ` αυτές τις συγκεκριμένες συντεταγμένες.
Τώρα λοιπόν σηκώθηκες για μια στιγμή, άφησες το βιβλίο, κοίταξες πάνω από τη κουπαστή. Εγώ, σε καρφώνω ανάμεσα στις πλάτες, τρυπώ την γκρίζα μπλούζα, χώνομαι κάτω από τα ξανθά μαλλιά. Χαϊδεύω τον αγκώνα που αναπαύεται στη διπλανή καρέκλα. Πιάνω το κατακόκκινο σου σάκο τον σηκώνω με δύναμη στο αέρα, τον αφήνω μερικές στιγμές να αιωρείται στον αέρα, μετά τον περιστρέφω και απαλά τον αποθέτω δίπλα σου. Δεν κατάλαβες τίποτα, δεν ξέρεις τίποτα, ούτε ποτέ … Και όμως, σημαντικά πράγματα συνέβησαν σε αυτό το ταξίδι, έστω και αν αυτά είναι δυο, τρία βλέμματα που σταμάτησαν το ένα πάνω στο άλλο, πετάρισαν, προσπάθησαν σαν άνθρωποι που συναντούνται ανέλπιστα σε ένα στενό ασανσέρ, να κορδωθούν σοβαροί, να κάνουν σα να μη τρέχει τίποτα και μετά να πετάξουν σε άλλα τοπία.
Όμως τα μάτια δεν είναι ανθρωπάκια κι αν παίρνουν πόζες, αν τρέχουν σαν τρελά δωθε κειθε, ξέρουν καλά ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο ουσιαστικά από ότι αφήνει η διάχυση του φωτός πάνω στα αντικείμενα να φανεί. Αυτά ξέρουν, ότι οι νόμοι της οπτικής μπορούν να υφίστανται για τα αντικείμενα, τους ώμους, τα μαλλιά, τα κόκκινα σακίδια, μεταξύ τους όμως παραμένει κάτι ζωντανό και ανεξιχνίαστο που σκούζει και φωνάζει για άλλη ζωή, για πάθος, για συμπάθεια , για … δεν ξέρω και γω τι!
Παράθυρα ονείρων του ξύπνιου, ξελεφτέρωμα! Ανείπωτα πράγματα φτερουγίζουν μέσα από τις υγρές διαφάνειες.
13 ΙΟΥΛΗ 1988 Κ.Β.