Όμως κατά πως φαίνεται η Λένα δεν τον ακούει. Κάθεται, ήσυχα στο πλατύσκαλο, κοιτώντας στο βάθος του δρόμου, του αδειανού, στριφογυριστού δρόμου για το Τζέφερσον. Οι καθισμένοι ανακούρκουδα άντρες παρατηρούν το ασάλευτο και γαλήνιο πρόσωπο της κάνοντας την ίδια σκέψη που είχε κάνει κι ο Άρμστιντ πρωτύτερα, κι ο Βάρνερ μετά απ` αυτόν, πως έχει στο μυαλό της σ` ένα παλιομασκαρά ο οποίος την εγκατέλειψε με την κοιλιά φουσκωμένη ίσαμε πέρα και τον οποίο, είναι σίγουρο, δεν θα τον ξαναδεί ποτέ της, εκτός ίσως από πίσω, καθώς θα `χει βάλει τα πόδια στον ώμο για να ξανασκάσει.
…
Όμως η Λένα δεν συλλογιέται τίποτα τέτοιο. Συλλογιέται μονάχα τα κέρματα που `χει σφιχτοδεμένα στον μπόγο κάτω από τα χέρια της… Σκέφτεται ότι μπορεί να μπει στο μαγαζί τούτη εδώ τη στιγμή και ν` αγοράσει τυρί και παξιμάδια, ακόμα και σαρδέλες άμα της κάνει κέφι. Στου Άρμστιντ είχε φάει μονάχα μια φέτα καλαμποκόψωμο με τον καφέ της, ούτε μπουκιά παραπάνω, μολονότι ο Άρμστιντ την είχε πιέσει. « Έφαγα σαν κυρία », συλλογιέται, με τα χέρια να ξέρουν για τα κρυμμένα κέρματα καθώς κείτονται πάνω στο μπογαλάκι, το μυαλό της ν` ανατρέχει στο ένα και μόνο φλιτζάνι καφέ, την μια και μόνη, λεπτοκομμένη φέτα του ξένου ψωμιού. Και συλλογιέται με γαλήνια περηφάνια. « Πολύ σαν κυρία έφαγα. Σαν μια κυρία που ταξιδεύει. Όμως τώρα μπορώ ν` αγοράσω μέχρι και σαρδέλες άμα μου κάνει κέφι.»
Τέτοια συλλογιέται καθώς κοιτάει την ανηφοριά, κι οι καθισμένοι ανακούρκουδα άντρες που την περιεργάζονται με κρυφές ματιές, φτύνοντας ολοένα, θαρρούν πως έχει στο μυαλό της τον Μπαρτς και τη σύγκρουση που πλησιάζει, ενώ στην πραγματικότητα εκείνη δίνει μέσα της μια μικρή μάχη ενάντια στη σύνεση με την οποία έχει μάθει να ζει και να πορεύεται. Κι ετούτη τη φορά νικάει τη σύνεση της. Σηκώνεται όρθια και με βήματα λίγο άχαρα, λίγο προσεκτικά, διασχίζει τα στοιχισμένα πυροβόλα των αντρικών ματιών και μπαίνει στο μαγαζί, με τον υπάλληλο στο κατόπι της. «Μωρ` θα το κάνω», συλλογιέται, καθώς παραγγέλλει τα παξιμάδια και το τυρί. «Μωρ` το κάνω», και ζητάει φωναχτά. «Κι ένα κουτί σαρδέλες.» Σαρδέλιες τις λέει. «Των πέντε σεντς.»
«Δεν έχουμε σαρδέλες των πέντε σεντς. Των δεκαπέντε μόνο», αποκρίνεται ο υπάλληλος. Κι αυτός, σαρδέλιες τις λέει.
Η Λένα το γυροφέρνει. «Τι κονσέρβα έχετε με πέντε σεντς;»
«Τίποτα παρεκτός βερνίκια για παπούτσια. Που δεν θα θέλεις βερνίκι για παπούτσια. Για φάγωμα, σίγουρα δεν το θέλεις.»
«Τότε δώσε μου αυτές των δεκαπέντε σεντς.» Λύνει το μπογαλάκι και το κομποδεμένο πουγκί.. Παιδεύεται ώρα με τους κόμπους. Μα τους λύνει υπομονετικά, έναν έναν, πληρώνει και παίρνει τα ψώνια. Όταν βγαίνει ξανά στη βεράντα, υπάρχει ένα κάρο μπροστά στο μαγαζί, μ` έναν άντρα καθισμένο επάνω.
«Να το κάρο για την πόλη», της λένε. «Θα σε πάρει ίσαμ` εκεί.»
Το πρόσωπο της ξυπνάει, γαλήνια, αργά, ζεστά. «Μπα, μεγάλη σου καλοσύνη», λέει στον άντρα.
Το κάρο προχωράει σιγά, με ρυθμό σταθερό, θαρρείς και μολονότι μέσα στη `λιόλουστη ερημιά της απέραντης γης, βρίσκεται συνάμα κι απέξω, πέρα από το` χρόνο, πέρα από κάθε βιάση. Από το μαγαζί του Βάρνερ ως το Τζέφερσον είναι δώδεκα μίλια. «Θα `χουμε φτάσει ως το σούρουπο;», ρωτάει η Λένα.
Ο άντρας φτύνει κατά γης. «Μμ, πρέπει», λέει.
Δεν έχουν γυρίσει να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον ούτε μια φορά αφότου ανέβηκε στο κάρο η Λένα. Κι ούτε τώρα κοιτάζονται, καθώς τον ρωτάει. «Πηγαίνεις συχνά στο Τζέφερσον;»
«Πότε, πότε», της αποκρίνεται. Λιβάδια και δάση μοιάζουν να πλανιούνται στον αέρα κάποιου αναπόδραστου μεσοδιαστήματος, στατικά και ρευστά συνάμα, όμοια μ` αντικατοπτρισμούς. Κι ωστόσο το κάρο τα προσπερνά.
…
Εκείνος λοξοκοιτάζει το ήρεμο προφίλ της κάτω από το σκουφί. Το κάρο προχωράει, αργό, άχρονο. Τα κόκκινα μίλια ξετυλίγονται κάτω από τα στέρεα πόδια των μουλαριών, κάτω από τις ρόδες που τρίζουν και βροντούν. Ο ήλιος έχει σηκωθεί τώρα μεσούρανα. Η σκιά από το σκουφί πέφτει πάνω στη ποδιά της. Σηκώνει τα μάτια στον ήλιο. «Ώρα να τσιμπολογήσουμε κάτι», λέγει. Την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του καθώς ξετυλίγει το τυρί, τα παξιμάδια και τις σαρδέλες και του προσφέρει.
…
ΦΩΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ Faulkner_William,_1897-1962 ΕΚΔ ΕΞΑΝΤΑΣ ΜΕΤΦΡ. ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΤΡΑΠΑΛΗ
Βροχή. Μια μουντάδα έξω και μέσα. Περναει τους τοίχους μπαίνει στα δωμάτια, διαχέεται παντού και φτάνει να καθίσει μέχρι μέσα στα μάτια. Βλέμματα μουντά, άνθρωποι μπερδεμένοι, καμώνονται ότι έχουν τον έλεγχο, μα ο φόβος, η αβεβαιότητα δεν κρύβονται. Τίποτα δεν είναι καθαρό και ξάστερο και οι ουρανοί αυτές τις μέρες της αδιάκοπης συννεφιάς δείχνουν το ίδιο.
Ξέρω έναν Γουίλιαμ Φόκνερ, που μιλάει για έναν δυνατό ήλιο που μεσουρανεί τον Αύγουστο. Λέει για ένα φως κάποιον Αύγουστο, κάποτε, στη μακρινή ζεστή πατρίδα του.
Αυτό το φως αρκεί. Για την ώρα.
Κ.Β. ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ 11.12.2014