H ΕΝΕΣΗ

Αργά το απόγευμα, σε μια παραλία

Η Μάρθα φοράει ένα κόκκινο φόρεμα πάνω από το μαγιό της. Έχει ένα όμορφο πρόσωπο η Μάρθα, μεγάλα πράσινα μάτια και ζυγωματικά σλάβικα. Η Έμμα έχει πάρει τα ζυγωματικά της μαμάς της, όλα τα υπόλοιπα, μαλλιά, μύτη και χαρακτήρα από τον πατέρα. Η Σούζαν και ο μικρούλης Ντάνι είναι Μάρθα εκατό τα εκατό, με μακριά χέρια και πόδια και κατάλευκο δέρμα. Ο ήλιος το καίει εύκολα. Βγάζουν κόκκινα εξανθήματα στα κορμάκια τους με την παραμικρή καυτή αχτίδα και έτσι πάντα πηγαίνουν το απόγευμα για μπάνιο. Το άλλο καλό που πάνε αργά για μπάνιο είναι η άδεια παραλία. Έχουν όλη την άμμο και τη θάλασσα δική τους.

        Η Μάρθα κρατάει την Έμμα από το χέρι και την περπατάει προς το νερό. Η Έμμα φοράει ροζ φουσκωτά σωσίβια στα μπρατσάκια της, μόλις πριν λίγες μέρες κατάφερε να πλησιάσει το νερό χωρίς να κλαίει. Ο μικρός Ντάνι κάθεται στο καρότσι του. Η Μάρθα γελάει τρανταχτά. Τα ορθάνοιχτα μάτια της Έμμας είναι ξεκαρδιστικά αστεία όταν κοιτάνε τα ψαράκια που περιτριγυρίζουν τα πόδια της. Βάζει τις φωνές, σηκώνει τα πόδια της για να μη την ακουμπήσουν και κρεμιέται από το χέρι της μαμάς της. Η Σούζαν περίεργη για τη φασαρία, γυρίζει το κεφάλι της με το πορτοκαλί καπέλο να δει, χωρίς να αφήσει από τα χέρια της το πλαστικό φτυαράκι. Εδώ και ώρα χτίζει ένα πύργο στην άμμο. Μια μοτοσικλέτα ακούγεται να περνάει, ένα φύσημα του ανέμου σαν απαλή ανάσα χαϊδεύει τα κορμάκια των παιδιών. Σηκώνει ελαφρά το κόκκινο φόρεμα της Μάρθας. Δεν μπαίνει στον κόπο να το κατεβάσει, νιώθει και είναι μόνη της, σαν στο σπίτι τους.

Η Έμμα δεν βολεύεται μέσα στο νερό, παρατάει το χέρι της Μάρθας και τρέχει προς τα έξω, η Μάρθα τη φωνάζει, γελάει, της λέει να μη φοβάται, από νερό είμαστε φτιαγμένοι, το νερό είναι η ζωή μας. Σκέφτεται ότι είναι πολύ μικρά τα μωρά της για να καταλάβουν. Η Έμμα ταραγμένη, τρέχει προς το κοντινότερο αρμυρίκι, βγάζει τα μπρατσάκια της και κάθεται κάτω. Ανασαίνει γρήγορα. Δεν θα μπει στο νερό ούτε σήμερα, φοβάται πάρα πολύ, ας πάει η μαμά και η Σούζαν που είναι πιο μεγάλη. Ακούγεται ο θόρυβος της μοτοσικλέτας. Λίγο πιο κοντά αυτή τη φορά.

Η Μάρθα βγαίνει από τη θάλασσα, βγάζει το φόρεμα και μένει με το μαγιό. Η κατάλευκη επιδερμίδα δεν κρύβει την ουλή από τη γέννα του Ντάνι εφτά μήνες πριν. Σηκώνει το μωρό και το παίρνει αγκαλιά κλείνοντάς το μέσα στα άσπρα χέρια και τα ροζ της χείλια που του δίνουν ένα ρουφηχτό φιλί. Ο ήλιος που δύει στέλνει κόκκινες κλωστές στα μαλλιά της που πέφτουν στα μάτια σαν κουρτίνα καθώς σκύβει πάνω του. Πιάνει με το άλλο χέρι τη Σούζαν και ξαναμπαίνει στη θάλασσα. Θα κολυμπήσουν μαζί, αυτή και τα πιο θαρραλέα παιδιά της.

Η Έμμα κάθεται με τον ώμο να ακουμπάει στο δέντρο και κοιτάζει τη μαμά και τα αδέλφια της να μπαίνουν στη θάλασσα. Τα γέλια φτάνουν στα αυτάκια της, μέχρι και ο Ντάνι βγάζει μικρές κραυγές. Το σύμπλεγμα της μαμάς με τα δύο παιδιά στη χρυσή γραμμή  του ηλιοβασιλέματος στο νερό διαγράφεται σαν μαύρη σκιά, το περίγραμμά της διαλύεται από τους αχνούς που αναδύονται και από τον χορό των τριών αγκαλιασμένων σωμάτων. Ένα τζιτζίκι πέφτει μπροστά στα πόδια της Έμμας. Το πιάνει. Αυτό φτερουγίζει μέσα στην παλάμη, σε λίγο σιωπά εντελώς. Σηκώνεται και κοιτάζει προς τη θάλασσα. Η σκιά της μαμάς δεν υπάρχει όμως τώρα. Είναι κρυμμένη πίσω από μια άλλη σκιά, ογκώδη, χωμένη στο νερό μέχρι τους μηρούς. Η Έμμα δεν είδε τη χοντρή σκιά να περπατάει μερικά μέτρα πιο πέρα με αργά βήματα, ούτε τη βαριά ανάσα άκουσε. Αν δεν έκαναν τόση φασαρία τα τζιτζίκια, θα άκουγε και την κραυγή της μαμάς της λίγο πριν βουλιάξει στο νερό για πάντα.

Ο ήλιος έχει δύσει, η γραμμή του στη θάλασσα έχει σβήσει και πλέον είναι ένα γκρίζο πέπλο, σχεδόν ασημί. Η χοντρή σκιά δεν είναι πια σκιά, είναι ένας μεγαλόσωμος άντρας που βγαίνει από το νερό, περπατάει στην άμμο. Στάζοντας ανεβαίνει στη μοτοσικλέτα και φεύγει. Η Έμμα κρατώντας το τζιτζίκι σφιχτά πλησιάζει στην άκρη του νερού. Θα περιμένει εκεί να βγούνε οι άλλοι από το κολύμπι τους. Να, ο μικρός Ντάνι έρχεται σιγά σιγά προς τα έξω, τον σπρώχνει το κύμα και είναι σαν να κολυμπάει…

 

Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα

Σήμερα αποφυλακίζεται. Τον είπαν το τέρας της θάλασσας. Όλα μαθεύτηκαν από τη στιγμή που βρέθηκε το ημερολόγιό του. Άνθρωποι για μήνες εξαφανισμένοι, ξεθάφτηκαν από σημεία της παραλίας που περιέγραφε με ακρίβεια.  

Η Έμμα ήταν σίγουρη για εικοσιπέντε χρόνια. Τον έβλεπε κάθε μέρα, του καθάριζε το κελί, ξεκλείδωνε την πόρτα και στεκόταν στο πλάι περιμένοντάς τον να περάσει έξω και να πάει για φαγητό. Κοιτούσε ευθεία μπροστά της όταν αυτός βημάτιζε αργά, το βλέμμα της έπεφτε στο σβέρκο του, κουρεμένο κάθε εβδομάδα από τον κουρέα της φυλακής, μικρές αμυχές από το ξύρισμα και μώλωπες από το ξύλο που έπεφτε κάθε τόσο στο προαύλιο. Τον κλείδωνε κάθε απόγευμα μέσα στο κελί και πήγαινε σπίτι της. Σίγουρη. Μέχρι σήμερα.

Πρόλαβε βέβαια και προετοιμάστηκε. Μια συνάδελφός και φίλη, την είχε προμηθεύσει από το ιατρείο της φυλακής μια ενδοφλέβια ένεση κορεσμένου διαλύματος θειικού μαγνησίου. Της είχε πει ότι το σκυλί της ήταν βαριά άρρωστο και μόνη λύση ήταν η ευθανασία. Το είχε σκεφτεί καλά, σαν λίγο πιο ψηλή από αυτόν θα ήταν εύκολο να καρφώσει τη βελόνα στο σβέρκο του καθώς θα περνούσε μπροστά της για το πρωινό γεύμα.

Το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου. Ξεκίνησε πριν ξημερώσει με τη βελόνα στην τσάντα. Δεν χωρούσε καθυστερήσεις σήμερα. Στα αποδυτήρια φόρεσε σιωπηλή τη φόρμα και το αλεξίσφαιρο. Μέσα στη δεξιά τσέπη έβαλε με προσοχή το σακουλάκι με την ένεση. Πήρε τα κλειδιά του θαλάμου και περίμενε να χαράξει.

Στις επτά ακριβώς η Έμμα βρισκόταν μπροστά στη πόρτα του. Γύρισε το κλειδί, η πόρτα άνοιξε. Ο άντρας καθόταν ήδη ντυμένος στην άκρη του κρεβατιού. Με ένα νεύμα του έδειξε ότι έπρεπε να βγει. Ο άντρας με αργές κινήσεις σηκώθηκε, πήρε το σακίδιο από κάτω και κινήθηκε προς την πόρτα. Τον παρακολούθησε να βγαίνει από το κελί, πάντα με το βλέμμα στο σβέρκο. Είχαν βγει λίγα μαλλιά και γένια, θα έπρεπε να ξυριστεί σήμερα. Έσφιγγε την ένεση στο χέρι μέσα στην τσέπη.

- Θα βγω για ένα καφεδάκι σήμερα, της είπε χαμηλόφωνα.

Η Έμμα ξαφνιάστηκε. Τόσα χρόνια δεν είχε ακούσει τη φωνή του. Χωρίς να το καταλάβει τον κοίταξε κατάματα. Είναι υγρά και δειλά χαμογελαστά.

Γυρίζει προς το κελί. Από το φεγγίτη έμπαιναν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου.

- Ένα καφεδάκι…, επανέλαβε σαν αντίλαλος.

Έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε, πήγε μέχρι τον κάδο των σκουπιδιών και πέταξε την ένεση. Από τον Διευθυντή ζήτησε και πήρε ρεπό για σήμερα. Πρώτ’ απ’ όλα θα πήγαινε για ένα καφεδάκι. Ο ήλιος έλαμπε και της στράβωνε τα μάτια. Δεν ήξερε γιατί, αλλά αισθάνθηκε σίγουρη πάλι. 


EVA Α.