Κυριακή 27 Φεβρουάριου 1972
Ξύπνησα ελαφρύς και μόνος μου στις 8.30. Η μάνα μου νομίζει ότι δεν θα πάω εκκλησία γιατί δεν ήθελα χθες βράδυ. Μα πρέπει να πάω γιατί πως αλλιώς θα συνεννοηθώ με τη Ράνια;
Πήγα κάτω μόνος μου, ελαφρύς και μάλλον εύθυμος. Πήγα στον άγιο Σπυρίδωνα, εκεί ήταν τα αγόρια. Ίσως να πήγαινα στον άγιο Νικόλαο που ήταν τα κορίτσια, μα ντράπηκα και φοβήθηκα μην παρεξηγηθώ και πήγα χωρίς φιλοσοφία στον άγιο Σπυρίδωνα. Δεν σκέφτηκα, ούτε μου έκανε τίποτα εντύπωσι. Το μόνο που παρατήρησα ήταν το εξής. Μπρος μου στέκονταν ένας μεσήλικας άντρας με τα μάγουλα του φλογισμένα -μαραμένα από το ξυράφι, ενώ γύρω από το σαγόνι στριφογύριζαν βαθιά αυλάκια και κάτω του κρέμονταν προγούλια , όχι μεγάλα – μέτρια. Ηταν πολύ κοντός, μόλις μου έφτανε μέχρι τον ώμο. Φορούσε σκούρο παλιό παλτό και στέκονταν κορδωτός και συμβιβασμένος. Μα πιο πολύ πρόσεξα την φαλακρίτσα του, τίποτα το περίεργο στα αλήθεια δεν είχε. Ηταν κοινή όπως όλες οι φαλάκρες. Μα εκεί που τελείωνε ο πλάγιος τριχωτός γύρος της φαλάκρας, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται η χωρίδα, ήταν μόνο μερικές μακριές γαλαζόγριζες γαιδουρότριχες. Όμως το ανθρωπάκι είχε κάνει στις ατίθασες τρίχες χωρίδα, δυσδιάκριτη είναι αλήθεια. Είχε μάλιστα βρέξει τις τρίχες χτενίζοντας της προς τα δεξιά, ενώ θα έπρεπε να τις ρίχνει αριστερά προς το μέρος του αυτιού. Μα οι τρίχες γερασμένες, αρτηριοσκληριασμένες, με λιγότερο κέφι για λούσα από το αφέντη τους είχαν γυρίσει σαν αγκίστρια προς τα πάνω ζητώντας την πρωτινή τους θέση. Ευτυχώς όμως σε ακτίνα 10 μέτρων δεν υπήρχαν κορίτσια.
Διαυγής. Ναι, αυτό κυριολεκτικώς ήταν, αυτή τη Κυριακή ο ουρανός... γελούσε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Μετά τις βροχές η σκόνη είχε καθίσει και όλα ηταν καθαρά και πλυμένα. Πάνω στο γαλάζιο θόλο ταξίδευαν μερικά άσπρα συννεφάκια που γελούσαν ακόμη καθώς διαλύονταν, γελούσαν παρόλο που ήξεραν ότι σε λίγο δεν θα υπήρχαν. Κατέβηκα και γω να δω τους ανθρώπους και τα κορίτσια και βίαζα τον εαυτό μου να δη για πρώτη φορά τον κόσμο, να γίνει Ζορμπάς και να γελάσει με τα καμώματα του κόσμου.
Μου άρεσε απέναντι να βλέπω τον Μπαϊρακτάρη πράσινο, πλυμένο τέλος πάντων λες και τον είχαν βάψει έντονα πράσινο. Μου άρεσε και με γοήτευε και ενώ πήγαινα να γίνω Ζορμπάς, μου ήρθε στη σκέψι κάτι – δεν θυμάμαι τι, και έχασα τη στιγμή που τόσο περίμενα. Μου άρεσε επίσης και η θάλασσα προς το ανοικτό μέρος του κόλπου, ήταν κάλμα και καταγάλαζη, με ένα υπέροχο φανταστικό χρώμα που το ρουφούσαν αχόρταγα τα πεινασμένα, μυωπικά μάτια μου. Μα δεν τα απήλαυσα αυτά γιατί – ω αιώνιε άνθρωπε – ήθελα να δω τις πομπές που ερχόταν από τις εκκλησίες. Βρήκα ένα παρατηρητήριο στο πεζοδρόμιο ανάμεσα σε δυο ώμους, έστρεψα τα νώτα στη θάλασσα και τον πράσινο Μπαϊρακτάρη και περίμενα.
Πράγματι η πομπή του αγίου Νικολάου με τον Δεσπότη και όλους τους ταυραμπάδες γύρω του συναγμένους, έφτανε. Κατ’ αρχάς είδα τα παιδιά του γυμνασίου μας, πολλούς συμμαθητές μου από την Γ’ τάξη, να συνοδεύουν το Χριστό. Όλες οι φάτσες είχαν ένα τόσο χαρούμενο ύφος και τόσο ευχαριστημένο που έπαιρναν μέρος σε μια λιτανεία, που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Τέλος πάντων πίσω ακολουθούσαν οι κοπελιές, άλλες δυσαρεστημένες που τις κοίταζαν τόσα πολλά βλέμματα, άλλες με αυταρέσκεια και άλλες που σκουντιόνταν νωχελικά μεταξύ τους όπως περπατούσαν.
Πέρασαν φαντάροι, πέρασαν παπάδες και παπαδιές, ανέβηκαν σε μια εξέδρα με γαλάζια τέντα, κορδωμένοι και έλεγαν κάτι παράξενες προσευχές που δεν τις καταλάβαινα ακόμα και αν τις πρόσεχα, αλλα αν τις καταλάβαινα τι διάβολο προσευχές θα ήταν; Φώναζε και έσκουζε ο δεσπότης όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι όταν καταλαβαίνουν ότι οι άλλοι δεν τα πιστεύουν ή δεν δίνουν σημασία σε αυτά που λένε. Και οι παπάδες από κάτω νανούριζαν με μια μαγική ευχή που συνήθως λένε όταν θέλουν να τονίσουν τα λόγια του Δεσπότη ή κάτι τέτοιο.
Τελικά όταν σήκωσαν τα λάβαρα παρατήρησα ότι κανένα δεν έφτανε το Λιοντάρι και εκείνο τους κοιτούσε περιφρονητικά και φαντάζομαι τι έλεγε από μέσα του, «Φτού σας ζωύφια που κάθεστε κάτω από γαλαζιες τέντες, ενώ δεν υπάρχει καλύτερη τέντα από τον θόλο τον γαλαζιο, πιο γλυκό στεφάνι από αυτό που σχηματίζουν οι ακτίνες του Ήλιου. Φτού σας που κάνετε αέρα με πολύχρωμα πανιά και δεν στέκεστε λίγο να νοιώσετε το αγέρι της θάλασσας. Φτού σας, να ο ουρανός να η θάλασσα, να τα βουνά, γιατί τα ασχημίζετε, γιατί τα περιφρονάτε και συγκεντρώνεστε κάτω από γαλάζιες τέντες. Φτού σας δεν ξέρετε να ζήσετε».
Μετά έκανα καμπόσες βόλτες, έκανα βόλτα με τον Σταμάτη και πριν από αυτόν με τον Παναγιώτου. Έκαναν βόλτα και οι λεγάμενες. Το καράβι δεν είχε έλθει. Θα έπρεπε να πάω να δω (δήθεν) για τον μπαμπά. Δεν μου έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη τώρα που έρχονταν.
Ο ήλιος και το Λιοντάρι εξακολουθούσαν να κοροϊδεύουν τους ντυμένους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν σκουντώντας ο ένας τον άλλο δίπλα στη θάλασσα χωρίς να πέφτουν μέσα σ’ αυτή (οι τρελοί δεν ξέρουν να ζήσουν!).
Το καράβι πλεύρισε και εγώ πλεύρισα την Σάρα και τις άλλες και την ρώτησα αυτά που ήθελα, τελικά μου είπε ότι, θα βρίσκονταν στου Γάγγου. Της είπα ότι ο Σταύρος δεν θα ερχόταν γιατί ήταν στο ποδόσφαιρο. Μετά μιλήσαμε για τον επιθεωρητή, την εκδρομή, τον Ήλιο. Τελικά βγήκε και πατέρας μου από το καράβι μαζί με τους Τσεσμτζήδες. Τον χαιρέτισα και τον πήγα δυο βήματα πιο κάτω χωρίς να του πάρω δεκάρα.
Ο Σταμάτης μου είπε ότι η Σταματίνα είναι έγκυος, του είπα πως το παρατήρησα και μου είπε ότι είναι 5 μηνών. Μετά ή μιλήσαμε ή δεν μιλήσαμε ή μετρούσαμε τα βήματα μας στο πεζοδρόμιο.
Έφυγα κατά τις τρεις με ‘κείνο το αίσθημα της αόριστης αγωνίας που με τυραννά, όταν κάνω κάτι κρυφά από το σπίτι και που πιθανόν να το θεωρεί κακό. Σκέφτηκα ότι πάντα φοβούμουνα τον πατέρα μου, και η ρετσινιά που μου κόλλησε, (του γιου του γυμνασιάρχη) δεν θα εβγαινε ποτέ και πως δεν ήταν παράξενο ότι εγώ πανικοβαλλόμουν όταν εκείνος θύμωνε, όχι μόνο με έμενα, αλλα με οποιονδήποτε. Μήπως εκεί δεν οφείλονταν το φιλότιμο μου; Και δεν ήταν παρά μια αδιάκοπη φοβία του εαυτού μου και του πατέρα μου; Προσπάθησα περπατώντας στο διάχυτο μεσημεριανό φως του ηλίου να ευθυμήσω και να νοιώσω Ζορμπάς, αλλά ματαίως. Μετά φρόντιζα να λοξοδρομώ χωρίς λογική συνέπεια σε διάφορα δρομάκια γιατί φοβόμουν τις μεγάλες παρέες από κορίτσια διότι μπορεί να πήγαιναν στη πλαζ του Γάγγου και δεν ήθελα να καρφωθώ.
Μετά από μερικές βόλτες, και καρδιοχτύπια, με έμπασε το Αγρίνιο, ο συμμαθητής, στη παρέα των κοριτσιών και έφυγε. Δεν έμεινα πολύ, με ξεσήκωσε αμέσως η Λίλα και ασφαλώς δεν μπορούσα να αρνηθώ. Τελικά κατέληξα στη πλαζ του Γάγγου, πίσω από τον Στοιχειωμένο Πύργο, με την Ράνια. ‘Ηταν πράγματι καλό μέρος. Έκανα τάχα πως θαύμαζα τη θάλασσα και η Ράνια (ψάρι;) πίσω μου περίμενε υπομονετικά. Δεν κάναμε πολλά κυρίως μιλήσαμε, θυμάμαι, της είπα μισό αστεία μισό σοβαρά, ότι το φως σε τέτοιες δουλειές μάλλον καλό δεν κάνει. Μιλήσαμε για τους καθηγητές, για το καλοκαίρι, για τις διακοπές, για μένα. Μα όπως πάντα όταν τη ρωτούσα κάτι σοβαρό έλεγε «δεν ξέρω». Μα, αν ηταν καμία τσαχπίνα τύπου Λίλα ασφαλώς δεν θα τα πήγαινα καλά, μα και τώρα που έχω ένα πολύ ντροπαλό και κλειστό κορίτσι δεν ειμαι ευχαριστημένος. Τίποτα δεν με ευχαριστεί να πάρει ο διάβολος. Είμαι ευχαριστημένος πάντως που δεν μ’ ευχαριστεί τίποτε.
Μετά κάναμε ότι κάναμε πάντα με μέτρο μέχρι το κανονικό σημείο – πάντα πάμε μέχρι το κανονικό σημείο, οι δειλοί- και ‘κείνη δεν φαντάζομαι να ήθελε να περάσουμε το κανονικό σημείο – μηδέν άγαν— και εγώ δεν είχα όρεξη να πάω παρακάτω, τουλάχιστον με τη Ράνια, και έπειτα το καλσόν της ηταν πολύ σφιχτό και βαρυενόμουν να της το κατεβάσω. Πάντως δεν θα αντιστεκόταν, μα ειμαι δειλός και δεν το προσπάθησα. Κατεβήκαμε κάτω να βρούμε τους άλλους και τα λοιπά. Στο γυρισμό κατεβήκαμε στην πόλι με την Σάρα, την Σταυρίτσα, τη Ράνια και τον Γιώργο. Μπορώ να πω ότι λογω της μεγάλης ευθυμίας και κυρίως διότι δεν ήξερα πως να φερθώ και τι να πω, φέρθηκα μάλλον σαν μαλάκας. Τέλος πάντων.
Ένοιωσα κάποια διαφορά από τα κορίτσια που έφευγαν και τα κορίτσια που έμειναν. Μου φάνηκαν κάπως πιο πολυτελείας, ίσως επηρεάστηκα από το μακρύ παλτό της Αύρας και τον αέρα της Λίλας και το κασετόφωνο που είχαν, ενώ εμείς δεν είχαμε. Δεν ξέρω, πάντως ας περιμένω για να βγάλω συμπεράσματα, αν και ξέρω ότι τίποτα ωφέλιμο δεν θα προκύψει.
Κατά τις πέντε τράβηξα για το στάδιο και ο αγώνας είχε τελειώσει.
Βρήκα τον Σταμάτη Νο2, τον Τζανή, την Μαίρη και ένα άλλο κορίτσι και ήμουν τρομερά ευδιάθετος, ανταλλάξαμε διάφορα αστεία και ρώτησα τη Μαίρη για τα αγγλικά. Και καθώς προχωρούσα δίπλα της σκέφτηκα, ότι καλό θα ηταν να βρω πιο κάτω την και Ράνια σια, να δω πως θα αντιδρούσαν. Και η Μαίρη με μάλωσε επειδή κοιμόμουν μέχρι τις 5, αλλά ο Τζαννής με κοίταζε χαμογελώντας γιατί με είχε δει στου Γάγγου.
Μετά τράβηξα για το σπίτι. Το σπουδαίο είναι κρατηθώ θεατής.
Το απόγευμα κατέβηκα και κόλλησα στο Ραφαέλ, στο Αγρίνιο, και τον Κολάρα που ήταν στις καλές του και δεν έκανε βλακείες. Δεν θυμάμαι τι καλαμπούρια είπαμε και τι κάναμε – ασήμαντα- μόνο σε μια στιγμή το Αγρίνιο τσαντίστηκε και θέλησε να φύγει κλπ. Αυτός θέλησε να καθίσουμε στο καφενείο δίπλα στη Λίλα και στη Αγγέλα που ήταν σε μεγάλες φίλιες αυτές τις μέρες, μα δεν ξέρω τίποτε άλλο. Είπε το Αγρίνιο αρκετές σαχλαμάρες και γελάσαμε. Μα κυρίως με τα κορίτσια. Αηδίασα.
Στις οκτώ και μόνοι μας πια, πήγαμε και καθίσαμε με το Αγρίνιο και του πλήρωσα τη σοκολατίνα και μου είπε πως θα μου την χρωστά και ότι θα μου την πληρώσει αύριο – πραγματικά.
Μιλήσαμε εμπιστευτικά σαν άντρες, κυρίως για τους χαρακτήρες των κοριτσιών και τις διαφορές που έχουν μεταξύ ανδρών. Του είπα «γιατί δεν διαβάζεις» και μου εξήγησε, τον παρότρυνα να καλυτερέψει και να αρχίσει να κράτα ημερολόγιο για να κάνει αυτοκριτική και εξάσκησι στις εκθέσεις.
Μετά, στις 8.30 ευχαριστημένος πήγα σπίτι χωρίς να με μαλώσει – ευτυχώς – ο μπαμπάς, επειδή πήγα 8.30 και όχι 8, και έτσι δεν πανικοβλήθηκα και δεν μου χάλασε η διάθεση.
~~~~~~~~~~----~~~~~~~~~~~~~
Ηταν στου Γάγγου και η Μαρία και η εντύπωση που έχω είναι ότι με απέφευγε και προσωπικά δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. (δεν με έχει πάρει με καλό μάτι). Μου αρέσει, αλλα έχω τώρα αισθητά μειωμένο πάθος για αυτήν, το κατάλαβα από την πρώτη φορά. Ίσως αν φιλοσοφήσω ανακαλύψω κάτι. Πάντως η εκτιμησι μου για την ανέβηκε Ράνια περισσότερο από τα λόγια του Αγρίνιου, «η Ράνια είναι ο μόνος ανοικτός τύπος και αφελής. Ηταν η μόνη που δεν με απέφευγε μετά που μου τα χάλασε η Ματούλα». Ενώ για την Μαρία η εκτίμησι μου έπεσε από τα λόγια «είναι μάλλον ψηλομύτα και είναι όπως σε πάρει. Είναι από τους τύπους που αρνιέται τον σύνδεσμο από το πιο ομορφόπαιδο της Σάμου, αλλα από την άλλη τα φτιάχνει με ένα φαντάρο».
Γενικά μάλλον πέρασα καλά αυτή την Κυριακή. Αύριο περιμένω καλύτερη μέρα, αν και ξέρω ότι δεν θα είναι καλύτερη, μα ίδια όπως και τόσες άλλες, εκατοντάδες, μονότονη κουραστικά θορυβώδης, ίσως γεμάτη αγκάθια. Ας είναι.
Το γεγονός είναι το κενό που υπάρχει και αυτή την μέρα ξανάλθε πιο λίγο και ο αέρας που υπήρχε μέσα σε αυτό στερεοποιήθηκε και γι αυτό δεν το ένοιωσα έντονα. Μα υπήρχε έτσι και αλλιώς με οποία μορφή, σε λιγότερη, πολύ λιγότερη δόσι.
Φύγε κενό, φύγε που να σε πάρει ο διάολος, φύγε σε παρακαλώ.
ΒΑΘΥ ΣΑΜΟΥ 27/2/1972 Κ.Β.