Κοκοβιός
Φυσικά και είναι ανήσυχος, πώς να μην είναι! Του φόρτωσαν αυτό το γελοίο όνομα και έκτοτε, από τότε που βγήκε στο κόσμο δεν έχει ησυχάσει. Τον λένε Κοκοβιό. Για φαντάσου, «περάστε κ. Κοκοβιέ, να παρουσιαστει ο Κοκοβιός, ο κ. Κοκoβιός να προσέλθει στην ρεσεψιόν» κλπ.
Τα βλέμματα στρέφονται, να δουν να περνά ο άνθρωπος που λέγεται Κοκοβιός. Και κατά τεκμήριο είναι βλέμματα όχι ιδιαίτερα κακοπροαίρετων ανθρώπων, γυρίζουν από αυθόρμητη περιέργεια να δουν τον άνθρωπο Κοκοβιό.
Πολλές φόρες το παράπονο για την αδικία είχε γίνει θυμός … και τι δεν θα έδινε να μπορούσε, να έκοβε έναν- έναν ή δια μιας όλους αυτούς τους λαιμούς με τα πνιχτά γελάκια να αναδύονται όπως στρέφουν πειραχτικά μάτια και βλέμματα όλο νόημα. Καθάρματα! Όπως κι` αν είναι, όπως και αν συμπεριφέρονται, πρόκειται περί καθαρματισμού, έβριζε κάποιες φορές.
Μετά από λίγο, όμως, συνειδητοποιούσε την υπερβολή και ένοιωθε ντροπή για αυτή τη σιωπηλή οργή προς άγνωστους του, ασήμαντους ως επί το πλείστον ανθρώπους, αλλά βασικά ελάχιστα ένοχους για να τους αξίζει ακόμα και μια φανταστική καταδίκη σε αποκεφαλισμό.
Μια κάποια πικρία, ναι, υπήρχε από παλιά, μια βαρύθυμη αδιαφορία ίσως, αλλά μπορεί να ήταν έτσι ο χαρακτήρας και ο εαυτός του άσχετα με το όνομα… Από την άλλη ήξερε καλά πως ότι «γράφει» από νωρίς μέσα στον άνθρωπο, δεν «ξεγράφει» εύκολα και πιθανόν ποτέ. Με τον καιρό συνήθισε. Έμαθε πώς να μην βλέπει, να προσπερνά τα ξαφνιασμένα βλέμματα, τις χωρατατζίδικες φάτσες, τα ευγενικά πνιγμένα γελάκια, τη δήθεν φιλική εύθυμη προσήνεια.
Μόνο στο εξωτερικό, τις λίγες φορές που πήγε, το όνομα του επιτέλους ήταν απλά ένα όνομα, όχι αυτό, το σαν παρατσούκλι όνομα!
Παρ` όλο που ακόμα και στη ψυχρή Αγγλία δεν μπόρεσε να ακούσει αδιάφορα τη προφορά του ονοματός του. Απ`τα ξένα εγγλέζικα χείλη αποκαλυπτόταν η γελοιότητα του ονοματος του στον υπερθετικό βαθμό. Απέναντι στο μίστερ Κοκόβιος (ή χειρότερα μεσιέ Κοκοβιός) του ερχόταν να βάλει τα γέλια και όντως έτσι συνέβη μια βροχερή μέρα, με το που άκουσε το μίστερ Κοκόβιος από τον ρεσεψονίστ με τη κόκνευ προφορά, στο ξενοδοχείο του στο Paddington, έβαλε τα γέλια. Ασυγκράτητα γέλια μέχρι δακρύων. Και από εκείνη τη μέρα και ύστερα ο γέλωτας τον έπιανε ξαφνικά, απροειδοποίητα σαν λόξυγκας και μετά δεν ένοιωθε τίποτα. Άδειαζε, αυτό ακριβώς αισθανόταν … άδειασμα.
Ε, ναι! το γέλιο κάνει καλό, (όπως άλλωστε και το κλάμα), κάτι κάνει με το διάφραγμα και την αναπνοή, και ο εγκέφαλος εκκρίνει κάτι ουσίες στο αίμα, είχε διαβάσει κάπου, κάποτε.
Τα ταξίδια εκτός συνόρων ήταν λίγα και σύντομα, η ζωή του ήταν στο μέρος όπου το όνομα του έφερνε μια νότα γελοιότητας. Ένα ανόητο ψάρι με πεταχτά μάτια! Πολλοί δεν ξέρουν καν τι είναι ο κοκοβιός, οι περισσότεροι δεν έχουν δει ποτέ τους και ελάχιστοι ξέρουν ότι είναι ένα πατόψαρο, ένα χαζόψαρο του βυθού… και σιγά το μεζέ!
Άδικο! Υπήρχαν κι ` άλλα ψαρό-ονόματα αλλά κανένας δεν κορόιδευε τους Κολιούς, τους Καλογρίτσες ούτε καν τους Χάνους. Το δικό του ήταν και είναι σημαδεμένο με την ιδιότητα του γελοίου, του χαζού, του τύπου της σφαλιάρας. Στα μάτια των άλλων, άρα επομένως και στα δικά του, ήταν ένας τύπος, όχι ολόκληρος, κανονικός άνθρωπος. Πόση ζημιά άραγε μπορεί να κάνει ένα όνομα σε έναν άνθρωπο? Θυμάται κάτι, όπως «το όνομα είναι ψύχη μας», δεν ξέρει ποιος το είπε και γιατί, αλλά μήπως ισχύει και γι` αυτόν? Αν τον έλεγαν Παπαδόπουλο, Καρατάδε ή Χατζηκάτι ίσως να είχε αποφύγει να καταπιεί σαν μπαστούνι το γελοίο του πράγματος, την λασπώδη υφή του βυθόψαρου, την αύρα της ασημαντότητας.
Τόσοι και τόσες ήταν χειρότερα πατοψαρα από αυτόν και ας είχαν αδιάφορα ή ωραία και εύηχα ονόματα. Άχρηστος δα, δεν υπήρξε και κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν προσπάθησε, αδέξιος ναι, αλλά στον κόσμο βγήκε, δούλεψε. Σκέφτεται συχνά πως ενώ δεν κάθισε στα αυγά του, στο βυθό, δεν κολύμπησε και πολύ μακριά, οι αλλαγές δεν ήταν το φόρτε του.
Ήθελε οικογένεια και παιδιά. Ήθελε δυο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Μετάνιωνε που το ανέβαλε. Τα χρόνια βέβαια δεν το πηραν, ποτέ δεν είναι αργά, αλλά τον εκπαίδευσε η αδράνεια και η δειλία, ώστε τώρα, μόλις μπήκε στη τέταρτη δεκαετία να τη νοιώθει πιο βαριά από ήταν πραγματικά. Και βέβαια ήταν το οικονομικό, με τη κρίση χωρίς μόνιμη και σταθερή δουλειά ήταν αποτρεπτικό για τις γυναίκες…
Μόνος. Είχε ελάχιστες σχέσεις. Κάτι ραντεβού στα τυφλά. Καταστροφές. Υπήρξαν δυο τρία προξενιά, δίστασε να προχωρήσει, χλιαρά πράγματα, δεν έδωσε συνέχεια.
[απόσπασμα]
Κ.Β. 7/11/2018