Τα Χριστούγεννα, στις γιορτές στραβώνω. Εφέτος πιο πολύ από άλλες χρονιές. Θέλω να περάσουν , να φύγουν μαζί με όλα τα φωτάκια, τις ευχές , τα γιορτινά τραπεζώματα και τα γλυκά. Προπάντων τα γλυκά , που πάντα έλεγα ότι είναι από τα πιο ιδιαίτερα , με μια σπιτίσια ηδύτητα εδέσματα. Ελεγκάντ! Έτσι έλεγα. Φέτος δεν θέλω να τα βάλω στο στόμα μου, όσες φορές δοκίμασα μελομακάρονο η κουραμπιέ πρήστηκα. Στο διάολο να φύγουν όλα γρήγορα! Να φύγουν τα Φώτα, να φύγει ο Γεναρης , να φύγει ο χειμώνας , να περάσει το Πάσχα χωρίς να το πάρω πρέφα. Ναρθει το καλοκαίρι και να πάω να χωθώ σε μια ακρογιαλιά που… όχι να περάσει και το καλοκαίρι… και το 2014 και το 15 και το 16 και… να φύγουν όλα, όλοι , να πανε αλλού. Σιχάθηκα!
Αλλά είναι και αυτή εδώ που τώρα τελευταία την ακουλουθώ όπου πάει ... φεύγει ωραία, με μια απειροελάχιστη ταλάντωση σε μεγάλα ύψη*. Ταξιδεύει στα αλήθεια η στα ψέματα; Πάντως τα ταξίδια της τα ζηλεύω. Πάει καιρός που δεν πάω πουθενά. Ούτε στα αλήθεια ούτε, πολύ χειρότερα, στη φαντασία μου. Οι ζοχαδιασμένοι τύποι σαν και μένα δεν πάνε πουθενά, βράζουν στο ζουμί τους. Και μαθαίνουν να ζουν έτσι.
Τα ταξίδια , τα όνειρα, τα ονειροτάξιδα είναι η ανάσα των ανθρώπων. Ίσως και τον ζώων! Ποιος ξέρει αν τα ζώα όνειρο-φαντασιώνονται άλλους τόπους και ζωές?
Η δικιά μου η γάτα πάντως όχι! Μοιάζει όλο και πιο πολύ με το αφεντικό της. Δύστροπη, ζοχαδιασμένη, τζαναμπέτισσα, βουλιμική και απαιτητική. Και με μια έφεση στο χέσιμο, αληθινή σκατομηχανη! Μου λένε πως τα οικόσιτα παίρνουν τα χούγια του σπιτιού…
*Μια απειροελάχιστη ταλάντωση σε μεγάλα ύψη
Δίπλα στα σπήλαια του Όρεγκον, στο Φορτ Ροκ και στο Πέισλεϊ. Εκεί θα ζούμε. Σε ένα ισόγειο σπίτι με κήπο και μια ξύλινη βεράντα με θέα προς την ανατολή. Τα πρωινά θα χαζεύουμε τον ποταμό Κολούμπια που θα μεταφέρει γιγάντιους κορμούς δέντρων, σάπια λάστιχα αυτοκινήτων και νεαρούς κάστορες που θα ακροβατούν από τη μια όχθη στην άλλη, και τα άσπρα σύννεφα στον γαλάζιο αμερικάνικο ουρανό. Θα χαιρετάμε τα ποταμόπλοια που δεν θα μας βλέπουν, θα τα βλέπουμε όμως εμείς και θα μας φτάνει. Θα ζούμε επιτέλους μια αμέριμνη, αληθινή ζωή. Αυτό που έλεγες πάντα. Θα έχουμε μάθει τις καλλιέργειες και τα αρδευτικά συστήματα της περιοχής και θα εξασφαλίζουμε την τροφή μας. Τα γύρω χωράφια θα είναι γεμάτα καλαμπόκια, γλυκοπατάτες, μαρούλια και ηλιόσπορο. Όλα θα τα περιποιούμαστε εμείς οι ίδιοι, με τα χέρια μας. Δεν θα μας νοιάζει να λερωθούμε. Θα τα πουλάμε μετά στη λαϊκή του Φορτ Κλάτσοπ, που θα γίνεται κάθε Τετάρτη δίπλα στο χειμερινό σταθμό ανεφοδιασμού και θα παίρνουμε φρούτα, παστό και όσπρια από κείνα που προτιμάς.
Τους χειμώνες θα μας επισκέπτονται οι περαστικοί γουνέμποροι και θα τους ανταλλάσσουμε λίγο πετρέλαιο και μερικά λουκάνικα για λίγα ψήγματα χρυσού. Δεν θα αγοράζουμε γούνες εμείς, μόνο λουκάνικα και πετρέλαιο θα χρειαζόμαστε για τη λάμπα που θα μας φέγγει τις νύχτες που θα μου διαβάζεις τα Άνθη του Κακού απ’ το πρωτότυπο και θα μου λες πόσο παράταιρο είναι το γούστο μου με το περιβάλλον – δεν θα με νοιάζει όμως και πολύ. Επειδή δεν θα έχει σημασία.
Όταν κουράζεσαι, θα σου λέω ιστορίες για τους ινδιάνους Ουμπκούα που έζησαν πριν από πολλά χρόνια στην περιοχή και θα σου ζωγραφίζω σκηνές από το κυνήγι και την αλιεία πάνω σε αυτοσχέδιους χάρτες θησαυρών, που θα τους χρωματίζω με ώχρες και χέννα. Τα βράδια θα ψήνουμε καλαμπόκια και λουκάνικα στη φωτιά και θα πίνουμε το ουίσκι που θα μας έχει προμηθεύσει εκείνος ο κυνηγός που θα περνά κάθε τόσο για να μας παζαρέψει το χρυσάφι που θα βρίσκουμε στη δυτική όχθη. Δεν θα πατήσουμε ποτέ το πόδι μας στο Φορτ Αστόρια. Ούτε θα γυρίσουμε ποτέ σε πόλη με αυτοκινητόδρομους, βενζινάδικα, φαστ φουντ, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλεία. Δεν θα ξέρουν ούτε οι φίλοι μας πού βρισκόμαστε. Οι περισσότεροι θα νομίζουν πως έχουμε πεθάνει.
Θα ζήσουμε έτσι για πολύ καιρό στην πολιτεία των καστόρων, μέχρι που δεν θα μπορούμε να το κάνουμε πια, και τότε, ηττημένοι και ευτυχείς, θα φτιάξουμε τη βαλίτσα μας και θα επιστρέψουμε στο Σάλεμ. Εκεί θα περιμένουμε το τέλος του χρόνου τρώγοντας σούπα και παρατηρώντας τον Ειρηνικό από ένα δωμάτιο με πράσινες κουρτίνες στον τελευταίο όροφο του οίκου ευγηρίας που θα είναι και το τελευταίο μας σπίτι. Πιασμένοι χέρι χέρι, καθισμένοι στην άκρη του κρεβατιού. Εσύ κι εγώ. Μαζί. Δυο αγαπημένοι, διαψευσμένοι, ρομαντικοί μοναχικοί που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από αυτό που είναι.
sonikekala 23DEC2013
ARTWORK--->PAT ROCHA