ΜΠΟΡΑ
Ωραίο είναι να βρέχει - λούτσα η πόλη! - μια πέμπτη μεσημέρι, ακόμα καλοκαίρι. Ζέστη και βροχή, ριπές ψυχρής υγρασίας να αναστατώνουν το γκρι της πόλης.
Πέδιλα και μπλουζάκια, νάιλον σακούλες στο κεφάλι και οι πρώτες ομπρέλες. Λακκούβες παγίδες για τα γυμνοπόδαρα γοβάκια. Αγέρωχο κορίτσι σκίζει με βρεμένο μαύρο φουστανάκι, πάνω σε πλατφόρμες, το τελείωμα της βροχής.
Μερικές χονδρές στάλες βροχής ακόμα και περιμένουμε στο καφενείο της γωνίας, τον ήλιο να βγει. Καμιά βιάση.
Ένας θρασύς ποδηλάτης επιταχύνει καταμεσής του πλημμυρισμένου δρόμου, μπροστά απ`το φανάρι.
Μια πανύψηλη, ξανθιά τρανς με ένα τεράστιο μαύρο, γέρικο σκύλο, διστάζει, μπροστά στο οπτικό μου πεδίο, σταματά. Υπολογίζει, κίνηση, νερά, δρόμο. Τελικά τον διασχίζει κάθετα με αποφασιστικότητα, σέρνοντας τον τεράστιο μολοσσό. Καθώς απομακρύνεται παρατηρώ τα λεπτά πόδια της, τους σχεδόν κοριτσίστικους αστραγάλους, σε αντίθεση με τα αντρικά σαν οικοδόμου χέρια της.
Ο καιρός και η πόλη όντας σε τέτοια εγρήγορση, παίρνουν από πάνω μου τη σκοτούρα και ότι κουβαλούσα στη καμπούρα μου σαν δύστροπο σαμάρι. Σκέφτομαι, πως αν ακόμα μπορώ να βρίσκω μικρές χαρές, αν ο κλέφτης ηδονοβλεψίας μέσα μου, ανακαλύπτει ψήγματα ηδονής, σε μια ξαφνική μπόρα στη γωνιά Δαβάκη και Δημοσθένους, τα πράγματα δεν μπορεί να είναι τόσο χάλια.
Μέχρι να πιώ το καφέ μου -ούτε καν το μισό – ο ήλιος της Αττικής ξεπρόβαλλε χωρίς πολλά πολλά, σπρώχνοντας τα απείθαρχα τσουλούφια των σύννεφων. Ο ξαφνικός αέρας που έφερε την μπόρα (ή μήπως γίνεται το αντίθετο;) καταλάγιασε και ήδη μια μάχιμη καλοκαιρινή λεγεώνα εγκαταστάθηκε γύρω μου και … λιγάκι μέσα μου.
03.10.2019, Κ.Β.
ARTIST>>>:Gustave_Caillebotte,_1877_-_Rue_de_Paris,_jour_de_pluie_(étude).