Όνειρο
Στριφογύριζε μέσα στο άδειο σπίτι και ανεβοκατέβαινε τις σκάλες, πιο πολύ τις ανέβαινε παρά τις κατέβαινε, που σημαίνει ότι βρισκόταν πιο πολύ πάνω, στο πάνω μέρος του παλιού παραθαλάσσιου σπιτιού, ενώ, ο ακόμα όχι κρύος αέρας του φθινοπώρου, που όμως κουβαλούσε αρκετό καλοκαίρι μέσα του, είχε δυναμώσει, ώστε να θέλει να είναι πιο πολύ έξω παρά μέσα στο σπίτι και κυρίως πάνω, στη βεράντα και στις ταράτσες, ειδικά στο ταρατσάκι του δώματος και εκεί ανεβασμένος, είδε στο φως του πρωινού, την εκπληκτική καθαρότητα του ορίζοντα, μια υπέρμετρα, αφύσικα High Definition εικόνα του γυμνού από τους πειρασμούς του καλοκαιριού, τοπίου. Στο βάθος αυτού του υπεραναλυτικού στη σαφήνειά του όπως διαγράφονταν, πίνακα, τα δυο γαλάζια της θάλασσας και του θόλου να ενώνονται, ένιωσε ξαφνικά να αδειάζει από την ένταση που τον κυριαρχούσε και όλα τα δυσοίωνα αγωνιώδη αισθήματα που τον είχαν προηγουμένως κατακλύσει, και τον είχαν κάνει να περιφέρεται σαν σβούρα πάνω κάτω στο σπίτι του, να εξαχνώνονται.
Τα γυαλιά ηλίου, αυτά μου χρειάζονται, σκέφτηκε ή μπορεί και να το πρόφερε δυνατά, αυτό ήταν το μόνο που ήθελε και θα περνούσε όλη τη μέρα εκεί πάνω παρέα με αυτό το επικό υπερθέαμα, που θα τον ησύχαζε και γαλήνευε με τη σκέψη αυτής της προοπτικής, να συνεχίσει τη μέρα του εκεί πάνω, ενώ ο ηλιος έλαμπε και αέρας δεν κόπαζε, αλλά μάλλον δυνάμωνε κι άλλο.
Κατέβηκε κάτω, σχεδόν χαρούμενος για να πάρει τα μαύρα γυαλιά του, από την εξωτερική σκάλα που έβγαζε στην πίσω αυλή, για να μπει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας. Τότε άκουσε τον θόρυβο που έρχονταν από μια εσοχή που έκανε το σπίτι με ένα παλιό πλυσταριό που τώρα ήταν αποθήκη, ένα σκοτεινό τυφλό σημείο. Ο θόρυβος ήταν τέτοιος που κατάλαβε ότι κάποιος είχε χωθεί εκεί μέσα . Ανατρίχιασε. Ένιωσε ένα καυτό κύμα να τον κατακλύζει καθώς η καρδιά του έστειλε με ορμή, εκτόξευσε το αίμα στα αγγεία και τα νεύρα του τεντώθηκαν σαν συρματόσκοινα.
Ένιωσε το στόμα του να ανοίγει, ένας βρυχηθμός βγήκε από το λαρύγγι του και αμέσως ο θόρυβος στο πλυσταριό δυνάμωσε. Καρφωμένος, με τα πόδια του στο τσιμέντο, έμενε λουσμένος στο διαυγές φθινοπωρινό αλλά ακόμα καλοκαιρινό φως. Χωρίς χρονοτριβή ένας ξανθός άγνωστος άντρας ξεπρόβαλε και κινήθηκε χωρίς δισταγμό προς το μέρος του. Τον είδε ολοκάθαρα, ήταν ντυμένος με μια άσπρη πουκαμίσα με φαρδιά μανίκια, είχε ένα ωραίο συμμετρικό πρόσωπο που ήταν σοβαρό και ταυτόχρονα ανέκφραστο, ακαθόριστης ηλικίας, με ξανθά σπαστά μαλλιά που έπεφταν γύρω από το πρόσωπο και σκέπαζαν κατά το ήμισυ τα αυτιά του.
Αμέσως συνεπλάκη με τον ξένο άντρα. Συνειδητοποίησε, καθώς ο εισβολέας τον άρπαζε από τον λαιμό, ότι ήταν αρκετά μεγαλόσωμος και πιο ψηλός από ότι, είχε φανεί την πρώτη στιγμή και ανταπέδωσε αμέσως την επίθεση. Έχοντας μια λαβή γύρω από το λαιμό ο ένας του άλλου, ο ξανθός με το σοβαρό ανέκφραστο πρόσωπο τον απωθούσε προς τα πίσω και αντί να είναι αυτός που θα πετούσε τον εισβολέα έξω από το σπίτι, αμύνονταν αντιστεκόμενος, οπισθοχωρώντας στην όλο και πιο δυνατή λαβή του.
Ξαφνικά κατάλαβε ποιος ήταν ο ξένος.
Είναι ο άγγελος φύλακας του σπιτιού, σκέφτηκε, καθώς πάλευε με τον ασπροντυμένο και η λαβή γύρω από το λαρύγγι του γινόταν δυνατότερη. Αυτός δεν ήταν ο εισβολέας όπως είχε νομίσει. Και εφόσον αυτός είναι ο φύλακας άγγελος, τότε εγώ ποιος είμαι, σκέφτηκε, μήπως είμαι εγώ ο εισβολέας, βόγκηξε, πιο πολύ με τη διαπίστωση ότι μέσα στη διαυγή γαλάζια ατμόσφαιρα, στο λευκό παράλιο σπίτι, η μόνη σκοτεινή παρουσία ήταν αυτός, και θυμήθηκε ότι μην έχοντας δει το πρόσωπο του εδώ και πολλές μέρες, εβδομάδες ίσως μήνες, είχε ξεχάσει το χρώμα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εαυτού του. Ναι, ήταν μελαχρινός, σκουρόχρωμος, θυμόνταν αχνά το πρόσωπο του, σαν ένας μουτζούρης, μονολόγησε μέσα του, προσπαθώντας να πάρει αέρα.
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γιατί ο φύλακας άγγελος χωρίς δισταγμό του ρίχτηκε και τώρα τον έπνιγε.
11.10.2018
Κ.Β.