Κάνω ότι προστάζουν οι εχθροί μου. Μου λένε – το φως σου να χάσεις, τα μάτια σου βγάλτα – και γω παίρνω τη πένα που γράφω, τη στρίβω πρώτα μες` το δεξί μου μάτι μέχρι να βλάψει ο πόνος το μυαλό μου και μετά κάνω το ίδιο στο αριστερό, ως που να βλέπω μόνο μαύρο.
Μου δώσανε διαταγή να ανοίξω τους αρμούς από το σεντεφένιο μου σεντούκι και όλα τα πολύτιμα, που `φερα τότε νέος όταν ήμουνα και γύριζα στους πέντε κόσμους να ρίξω, έτσι, καταγής.
Και καταγής έριξα, το καλό σεντόνι που με σκέπαζε όταν τρόμαζα τη νύχτα, το δακτυλίδι της που καθώς έφευγε τ`άφησε να πέσει καταγής, τα σπόρια από τα μαγεμένα αχλάδια - φρούτα που τα άρωμα τους δεν ταίριαξε ποτέ σ` όλη τη πλάση – μαζεμένα από το κτήμα μας στ` Αλώνια.
Κάνω ότι προστάζουν οι εχθροί μου. Όταν ένα μεσημέρι.
Με τα μικρά στητά στήθη της, άγγιξε το φλογισμένο μου κεφάλι. Ο πόνος μου` φύγε και ο θάνατος λάκισε μ` αυτό το απαλό, γλυκύ ακούμπισμα. Διψούσα, και τόσες μέρες στα γόνατα, σκυφτός πονούσα. Με φίλησε. Και γέμισε το στόμα μου μελωμένο σάλιο, υγρός χυμός ανθέων πέρασε μέσα από το κορμί μου. Καύλωσα.
Τότε αυτοί με διέταξαν να φτύσω το μελένιο σάλιο και να πέσω πρηνηδόν με τα μούτρα στο πάτωμα. Τα βυζιά της σταμάτησαν να δροσίζουν το κεφάλι μου. Έτσι έγινε και έτσι έμεινα. Μέχρι που με πρόσταξαν να γυρίσω τ`ανάσκελα ώστε να είναι σίγουροι πως δεν θα έτριβα την καβλα μου στο πάτωμα.
Μια μέρα αφού κουραστήκαν να με τυραννούν, σταμάτησαν, ξαπόστασαν. Κι γω τότε κατάλαβα ότι μου στερούσαν την μόνη ευχαρίστηση που είχα. Κι αυτοί είδανε πως κάθε βάσανο και ταπείνωση, γίνονταν χαρά, ευχαρίστηση και με διέταξαν να πάψω να νοιώθω χαρά και ευχαρίστηση, για κάθε νύχι, δόντι η τρίχα που ξερίζωναν.
Τους έβγαλα τη γλώσσα και αυτοί την έκοψαν. Άρχισα να χορεύω από χαρά. Εξοργισμένοι τότε οι εχθροί με βρίσανε σκαιά και πρόσβαλαν, τη πίστη μου, τους γεννήτορες και προγόνους μου. Γέλασα με όλη μου τη δύναμη, ερεθίστηκα και ήταν αυτό μια κάβλα πιο καψερή από κάθε άλλη που είχα νοιώσει.
Απογοητευμένοι από την βέβηλη ικανοποίηση μου, αποφάσισαν να με αφήσουν ήσυχο αφού κάθε τι εχθρικό που μου έκαναν το έβρισκα πολύ του γούστου μου. Σκεφτήκανε πως αν χωρίς εχθρούς με άφηναν, μόνος, χαμένος θα περιπλανιόμουν και σε μια νέα, πιο βαθιά δυστυχία θα βούλιαζα. Έτσι έκαναν και χαρήκαν κοιτώντας με πονηρά.
Τότε εγώ για να τους δείξω πως κακία δεν κρατούσα και τους εχθρούς μπορώ και συγχωρώ τους κάλεσα για δείπνο, στη βεράντα του διαμερίσματος μου, ένα απόγευμα που μύριζαν οι βιολέτες και το αρχαίο γιασεμί.
Αφού κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν και πιάσανε να τραγουδούν, τους πρόσταξα να χάσουν το φως τους, με τα μαχαιροπήρουνα να βγάλουν τα μάτια τους. Και αυτοί, χλωμοί το έκαναν.
Τους διέταξα να αδειάσουν τα πορτοφόλια τους και να μου δώσουν όλες τις αναμνήσεις που φυλούσαν, των αγαπημένων τους κι ότι κρατούσαν διπλωμένο και κρυφό μέσα στις εσωτερικές τσέπες των ρούχων τους. Και αυτοί υποτάχτηκαν.
Τους ζήτησα να φτύσουν κάθε χρυσό δόντι απ` το στόμα τους, να ξυρίσουν κάθε τρίχα απ` τα πλούσια ξανθά και φρεσκολουσμένα μαλλιά τους και να ξεριζώσουν αυτοί οι ίδιοι τα νύχια τους.
Είδα κάποιους να γονατίζουν και να προχωρούν καταπάνω τον ανήφορο με τις ατρόχιστες πέτρες με γόνατα γδαρμένα και άλλους να ανοίγουν το στόμα τους και ήχος να μη βγαίνει. Εδώ καμιά λέξη ικεσίας ποτέ δεν έχει φτάσει.
Μετά σταμάτησα για λίγο να τους μάχομαι. Ήθελα να δοκιμάσω, να δω αν πλέον δέχονταν τους βασανισμούς τους με ευχαρίστηση, γατί όχι, με ευγνωμοσύνη.
Κάθισα και αφουγκράστηκα αν υποφέρουν απ` το σταμάτημα των περιφρονητικών και άσεμνων χειρονομιών μου, προς τα σπίτια τους, τα καμπαναριά τους και προς τις κάποτε θαλερές αλέες όπου μεγάλωσαν και αγάπησαν.
Απλά, περίμενα. Είχα μάθει να περιμένω.
Κ.Β.13.05.2015