Αγναντεύει από το καντούνι του σπιτιού της Ανεζίνενας μαζί με τις άλλες γριές, πέρα στη πλατεία, μπροστά από την Παναγία, το πανηγύρι και τα όργανα, το χορό που μόλις αρχίζει να ανάβει.
Τι μπορεί να σκέφτεται η κυρά Μαριώ, τι μπορεί να λογάνε τα λυπημένα μάτια, μαύρα μια φορά και ένα καιρό; Τώρα έχουν εκείνο το ακαθόριστο θαμπό χρώμα που έχουν τα μάτια των μανάδων που ξεπλύθηκαν άπειρες φορές από δάκρυα στα κρυφά, εκεί που κοπαναγαν τα ρούχα στη γούρνα, εκεί που καθάριζαν φασολάκια στο κατώφλι. Αναβλύζουν σαν βρυσούλες, κύματα κύματα το βούρκωμα ανεβαίνει μέχρι τα πλατιά ματοτσίνουρα. Δεν ξέρει πολλά η κυρά Μαριώ, ούτε γράμματα ξέρει, ούτε στη Χώρα έχει πάει πάνω από δυο φόρες, ούτε καν στο Πύργο, το κεφαλοχώρι που είναι μια ώρα δρόμος όλο κι όλο. Είναι χρόνια που έχει να πάει, από τον καιρό που ο άντρας της ήταν στην Αμερική.
Πήγε Αμερική αλλά δεν στέριωσε, γύρισε πάνω στο χρόνο αλαφιασμένος. Κάνει το χοντρόπετσο ο γέρος – εδω βρίσκει και κάνει – αλλά τότε γύρισε ανταριασμένος, δεν άντεξε την ξενιτιά, με ένα μικρό κομπόδεμα ισα ισα που έφτασε για να αγοράσει μια πεζούλα στον αϊ-Γιωργη.
Το πανηγύρι της Παναγιάς, μέρα της γιορτής της, της φέρνει ταραχή. Πάντα έχει ένα κόμπο, εκεί που είναι η ψυχή της. Αλλά τη μέρα αυτή, τη πιάνει ένα μπάστιο και ο κόμπος ανεβοκατεβαίνει μες στα σωθικά, παράπονα που αναβλύζουν πικρά και στέρεα σαν μαύρα χάπια.
Χρόνια σ` αυτό το καντούνι με τις γριές έγινε και αυτή γριά. Έρημη, πιο πολύ από αυτές τις χήρες γκιόσες, που δεν αφήνουν άνθρωπο ανέγγιχτο από την γλωσσοκοπιά τους. Και πιο πολύ σε άχτι έχουν τους νέους του χωριού. Που όλο λιγοστεύουν. Ξεσηκώνονται και φεύγουν, από τότε που ρήμαξε τα χωριά η κατοχή και το αντάρτικο. Και τα δικά της, πέντε, όλα φευγάτα. Μισεμένα και πικρόχολα, αυτή η ξεσυνέρια, η αμάχη τους σα μαχαίρι ατρόχιστο της σκίζει τη καρδιά.
Όλη η περιουσία σκόρπιες πεζούλες, σκισμένες φέτες ξερής γης, αργασμένες πιο πολύ από ιδρώτα παρά από κοπριά. Και αυτοί, όλοι να μάχονται ο ένας τον άλλο.
Ο Νίκος, Αυστράλια, πάει αυτός δεν ξαναγυρνά, ρίζωσε εκεί. Αυστράλια, μόλις πρωτάκουσε τη λέξη σαν τέρας ακούστηκε, σαν θηλυκός καλικάντζαρος που καταπίνει τους ξενιτεμένους που δεν ματαγυριζουν ποτέ!
Η Δήμητρα όλο φαρμάκι, πεισμωμένη, αγριεμένη, μια φορά ήρθε από τη Αθήνα, της είπε για τον Φώτη το άντρα της τη φυλακή, το ξύλο, τη δήλωση. Τρόμαξε η κυρά Μαριώ για τη κακορίζικη κόρη μα πιο πολύ για τη χολή και το ξύδι που έσταζε.
Ο μεγάλος ο Μανώλης με το πιο μικρό το Σταύρο δεν μιλιούνται, λόγια που ειπώθηκαν δεν συγχωρούνται, αγύριστα κεφάλια και οι δυο τους.
Και η Βάγια η πιο μικρή που την ήθελε κοντά της, παρηγοριά της. Στην Αθήνα και αυτή, να μάθει κομμωτική στον Αμάραντο, λέει, πάει και αυτή! Αθήνα, μέσα στο μυαλό της σκοτεινιάζει σαν αυστηρή θεότητα, βλοσυρή, παίρνει τα παιδιά σαν νεραιδοκόρη, τα ξελογιάζει.
Αγναντεύει και μισοακούει τις μοχθηρές καρακάξες, μόλο που αυτή δεν ξέρει πόσο μοχθηρές είναι, απονήρευτη, δεν νογά πέρα από του σπιτιού της τη θύρα.
Από τότε που ήταν νύφη έχει να πάει σε πανηγύρι. Της Παναγιάς το πανηγύρι, της δικής της παναγιάς. Ο γέρος, αυτός ο τζαναμπέτης δεν τη πήγε ποτέ, πάντα από τη γωνιά τηρούσε και ας είναι είκοσι πήχες απόσταση. Εκείνης της φαίνεται μακριά, απίστευτα μακριά ο χορός, το βιολί και οι τσαμπούνες.
Δεν κάνει άλλο από το να αγναντεύει και να αναστενάζει. Αυτό το αγνάντεμα, έχει στοιχειώσει, έβγαλε ρίζες, κάτι πελώρια μαύρα πράγματα σα χταποδιού πλοκάμια που ξεκινούν από βαθιά και προχωρανε προς τα πάνω, πλακώνουν το στήθος, της φράζουν τα πνευμόνια.
Δεν γνώρισε τη βία, γιατί δεν κατάλαβε ποτέ τη σκληράδα του άντρα της, που ποτέ δεν τη πήγε στο πανηγύρι της γιορτής της. Νατη τώρα με το τσεμπέρι και τις μακριές φουστάνες, σκυφτή, ξυπόλητη και βουρκωμένη, να κοιτάζει, να κοιτάζει …
Η χαρά ήταν πολύ λίγη και στερημένη για τους φτωχούς αγρότες των χωριών του νησιού, όπως το χωριό της κυρά Μαριώς. Αυτά τα ορεινά χωριά κουρνιασμένα πάνω στο όρος Καρβούνης, που κυριαρχεί στο κέντρο του νησιού δεχτήκαν τοσα βάρβαρα χτυπήματα από την κατοχή και τα αντάρτικα που έσπασε η ραχοκοκαλιά τους και κύλησε κάτω χαμηλά, στα χωνευτήρια του κόσμου, στην Αθήνα, στην Αυστραλία, στην Αμερική. Έμειναν οι μίζεροι και μουχλιασμένοι γεροί να κυριαρχούν στη ζωή των χωριών. Και όποιος νέος η νέα ξέμενε η μοίρα του ζύγιζε βαριά σαν ταφόπλακα, στη φθορά των καταχωνιασμένων φθόνων και του αμοιβαίου μίσους που άφησε το ματωμένο παρελθόν.
Αγναντεύει ανήμπορη στη γωνία της και κοντανασαίνει. Αχ, να μπορούσε να μιλήσει, να βρει άνθρωπο να πει, να λύσει το κόμπο μέσα της! Να κλάψει όχι μόνη αλλά μέσα στη πονετική παρηγοριά του άλλου. Μα που άνθρωπος και που τα καλά λόγια, στέρεψε από ανθρώπους ο τόπος, στέρεψε και από καλοσύνη! Η τζαναμπετιά και η αμάχη περισσεύουν, όπως περισσεύουν και σ` αυτόν τον μονόχνοτο άντρα που όλο πίνει και φουμάρει τώρα στα γεράματα και ρίχνει λάδι στη φωτιά, στη διχόνοια των παιδιών, ο αχάριστος που δεν νογά να ξεχωρίσει δυο γαϊδουριών άχερα … Κάθεται και κρένει, ποτέ τον μεγάλο, ποτέ το μικρό γιο, πότε τις κόρες.
Τρελό χορό έστησαν τα γινάτια γύρω από τη κυρά Μαριώ και αυτή δεν ξέρει, δεν ξέρει μόνο κλαίει , κλαίει…
Θυμάται τότε που ήταν νέα έκλαιγε ακόμα πιο πολύ, δεν καταλάβαινε τι σκληρά και ανταριασμένα θεριά είναι οι άντρες, άντρες σαν τον άντρα της που λέξη γλυκιά δεν ήξερε να πει, τρυφεράδα, ευγνωμοσύνη δεν είχε μέσα του. Αλλά σιγά σιγά κατάλαβε τα χνώτα του, από το σφίξιμο στο χείλι έβλεπε τις σκοτούρες, πάντα κάμποσες. Έμαθε να σωπαίνει και να τον δαμάζει με τη σιωπή. Σ` αυτήν έστεργε και αυτός ο άμοιρος σάμπως είχε και κανένα άλλο να του παρασταθεί, μοναχά αυτή τη Μαριώ. Μια δυο φόρες του ξέφυγε και της το είπε
- Τι θα έκανα χωρίς εσένα Μαριώ!
Κι` ήξερε ότι στις μεγάλες αντάρες και αυτός έκλεγε στα κρυφά μονάχος, όπως όλοι οι άντρες που φοβούνται τον εαυτό τους.
Για τη γιαγιά Μαρία
ΑΘΗΝΑ ΣΕΡΙΦΟΣ 24.07/01.08.1988
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΗ sonikekala 24.03..2014