Κάποιοι αυτοκτονούν χωρίς να θέσουν τέλος στη ζωή τους, λέει ο Ζαφάρ (Rahman Zia-Haider) στο βιβλίο. Και τότε αυτός, κοίταξε τον εαυτό του και είδε τον αυτόχειρα, που ήξερε πολύ καλά. Με αδιαφορία – όχι!- αλλά με την παραλυσία του τρομαγμένου εμπρός στο ακατανόητο της θέσης όπου συνεχώς στρίμωχνε την ύπαρξη του. Και πιο συγκεκριμένα είδε το σώμα του. Καθημερινά με μια ξέπνοη φρίκη βλέπω το χρόνο να το οργώνει, σκέφτηκε. Πολυτίμητε Χρόνε σε έχω υποτιμήσει σφόδρα, είπε.
Το άγχος, θυμάται πως διάβασε στο βιβλίο, σε αποδιοργανώνει και εξευτελίζει την ύπαρξη, το άγχος ξεχαρβαλώνει την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό. Άγχος περιμένοντας τα πράγματα να έλθουν, μην ενεργώντας, μη σπάζοντας τη ροή των πραγμάτων που σου επιβάλλονται και για αυτό καθημερινά σε θάβουν. Χάνοντας την ευκαιρία, τις ευκαιρίες για πιθανότητες άλλων ζωών, διαφορετικών επιλογών. Τίποτα δεν είναι πιο οδυνηρό από το να καταλαβαίνεις πως το χώμα συσσωρεύεται μέσα στις έλικες του μυαλού, πως βουρκώνει την αθώα ψυχή (όλες οι ψυχές είναι αθώες μέχρι το τέλος, οι πραγματικά δικές μας ψυχές που αναχωρούν στο μοναδικό και αναπόδραστο τέλος, είχε πει ο Ζαφάρ).
Φρίκη με πιάνει όταν ακούω το χώμα να στοιβάζεται και τις επιθυμίες να συντρίβονται. Απεγνωσμένα οι λέξεις που πάνε να γίνουν… βγαίνουν έξω, άκαμπτες, σαν κομμάτια ξύλο. Ξύλινες λέξεις που πετιούνται μέσα από το στόμα ασύνδετες. Και αυτό να βράζει εκεί μέσα και να κλαίει, είπε και συνέχισε. Ξέρω αυτό το κλάμα, αυτό που οι λέξεις δεν ξέρουν, δεν μπορούν να το βρουν, να το μαγκώσουν, να το κάνουν αέρα, αυτόν τον αέρα που βγαίνει με την αναπνοή, όπως μιλάμε τις λέξεις, α, είναι μόνο ένα ξέπνοο μουρμουρητό, όχι, τίποτα από τα καυτά δάκρυα του έσω κόσμου δεν φτάνει να γίνει αέρας. Να καθαρίσει ο νους, να κινηθούν οι πτέρυγες, ο μύλος να… όχι, είπε και σταμάτησε απότομα.
Διάλογοι αυτοχείρων, δηλαδή, αυτών που δεν ενεργούν. Σκέφτηκε πάλι τα λόγια του Ζαφάρ. Όχι, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν μπορούν να κάνουν διάλογο οι αυτόχειρες, και αν ποτέ κάνουν, είναι άνευ σημασίας, δεν έχει αντίκρισμα, εκτός ίσως από την ενστάλαξη περισσότερης πικρίας. Σημασία έχει πως το άγχος κάνει τη διαβρωτική, παραλυτική δουλειά του και ο χρόνος περνά με σημαίες λύπης και ταμπούρλα βουβής οργής.
Στο κάτω κάτω οι πραγματικοί αυτόχειρες αδιαφορούν για τους συναδέλφους τους, μπορεί να νοιάζονται μόνο στο να πάρουν ιδέες για μια καλή, αποτελεσματική και γρήγορη αυτοκτονία, σκέφτηκε.
Ξεστρατίζει ενώ γράφει αυτές τις γραμμές. Ούτε οι γραπτές λέξεις μπορούν να υπακούσουν πια, … αστείο… πότε άραγε υπάκουσαν; … πότε η διαδρομή από το μέσα, προς το πάνω, το νου, προς τα έξω, το χέρι, προς τα κάτω, πάνω στο χαρτί; Πόσες τεθλασμένες μας κάνει αυτή η διαδρομή; Επί πλέον έχει προστεθεί ο Χρόνος και η φθορά στη τεθλασμένη πορεία, γράφει. Η ελευθερία που παρέχεται όταν έχει χρόνο μπροστά του κάποιος, κι άλλο χρόνο … γράφει. Απομάκρυνση από την ευσπλαχνικότατα όπως φωτίζει την ύπαρξη η ελευθερία, κι άλλο … για λάθη και διορθώσεις, συγνώμες και μεταμέλειες και παρόμοιες ηδονές. Ηδονές του κορμιού και του νου, και, ναι, αυτό… να μπορείς να κλείσεις τα μάτια και κάθε φορά που ξυπνάς να είναι μέρα, πρωί, με όλη τη δύναμη μιας νέας μέρας και όχι απόγευμα με το φως να λιγοστεύει. Γράφει, τώρα είναι οι μέρες μικρές, ασήμαντες οι επαναστάσεις, μεγάλοι οι φόβοι, τραχύς ο πόνος.
Θρηνώ το χρόνο μου και τον αφήνω να φεύγει. Γνωρίζω την ανεκτίμητη αξία του, αλλά δεν τον τιμώ με το σέβας που πρέπει, αφού αυτόχειρας όντας, σκοτώνω το δώρο της φύσης που μ` ανοίγει τα μάτια, μου χαρίζει ανάσες και καρφώνει με πόθους τα σκέλια μου. Ξέπνοος βλέπω ένα σκυφτό γεροντάκι να βαδίζει κατά πάνω μου και φρίττω. Είμαι εγώ, αυτός. Μόνο που τώρα τον βλέπω καθαρά, πλησιάζει όλο και πιο γρήγορα, είναι όλο και πιο κοντά μου, είναι δίπλα μου. Πρόσθεσε.
Θρηνεί για την πρώην αγαπημένη του, νεκρή στροβιλίζεται μέσα στο σπίτι, το σπίτι τους. Φτιάχνει τα έπιπλα, καθαρίζει, στρώνει ριχτάρια, αγοράζει καινούργιες κουρτίνες, βάφει τα μαλλιά της. Η αγάπη της με τρόπο ακατανόητο τον κάνει να φρίττει, μια εισβολέας που τον αγαπά – έτσι του λέει- και αυτός θρηνεί γιατί ξέρει πως είναι αλήθεια, αλλά ακόμα και αν δεν είναι, τόσο το χειρότερο … να σακατεύει τη ζωή της -η καλή του- στην άδεια από έρωτα αγκαλιά του. Δεσμώτης αυτού του άγχους και της συνεχούς αυτολύπησης… ε, είναι για λύπηση!
Παίζουμε το ζευγάρι, είπε, δηλαδή αυτή το παίζει, το έχει τόσο ανάγκη που το παίζει και για του δυό, εγώ λείπω. Το έχει τόσο ανάγκη που τελικά ίσως την αγαπώ για αυτή τη μικρή, γήινη, γυναικεία ανάγκη.
Και `γω που βρίσκομαι; αναρωτιέται. Προς τι όλο αυτό; Προς τι μια ανόητη ζωή; Πικρίλα στο στόμα. Πάλι. Το στόμα και των δυο μας έχει στραβώσει. Ναι, η γραμμή των χειλέων, το στόμα, στους ώριμους ανθρώπους είναι η αποτύπωση της εσωτερικής τους αγωνίας, ή ευτυχίας. Το στίγμα από τα κρίματα τους, η γραμμή της ακολασίας τους ή της γενναιοδωρίας τους. Η στιφάδα και πίκρα φτιάχνουν γλυπτά στο στόμα και γύρω από αυτό. Σπλαχνικά στο στόμα των ανθρώπων εκβάλουν οι λύπες και οι χαρές που καταπίναμε μια ζωή. Είπε.
10/10/2019 Κ.Β.